Το Brexit επιβάρυνε κατά «περίπου 900 λίρες» (1000 ευρώ) κάθε βρετανικό νοικοκυριό, όπως επισήμανε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας (BoE) ενώπιον της επιτροπής Οικονομικών της Βουλής των Κοινοτήτων.
Ερωτηθείς σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο επικεφαλής της BoE εξήγησε ότι «τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών είναι περίπου 900 λίρες χαμηλότερα σε σύγκριση με ό,τι είχαμε υπολογίσει το 2016», στο υποθετικό σενάριο ότι οι Βρετανοί θα ψήφιζαν υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε σύγκριση με τις προβλέψεις του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος εκείνη την εποχή, η ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας κατέγραψε μικρότερη άνοδο, κατά μία ποσοστιαία μονάδα, απ’ όσο υπολογιζόταν.
Ωστόσο, πρόσθεσε, αυτό το σενάριο ανάπτυξης στηριζόταν στην υπόθεση ενός οικονομικού δυναμισμού «σχετικά χαμηλού» σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ενώ τα αποτελέσματα που καταγράφηκαν ήταν εν τέλει πολύ καλύτερα απ’ ότι αναμενόταν.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο, η βρετανική οικονομία θα έχανε «έως 2» ποσοστιαίες μονάδες ενδεχόμενης ανάπτυξης μετά το Brexit.
Ο πληθωρισμός λόγω της υποτίμησης της λίρας, η αργή εξέλιξη των μισθών, η χαμηλή παραγωγικότητα και η έλλειψη επενδύσεων, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκαλεί το Brexit, επισημάνθηκαν ως επεξηγηματικοί παράγοντες.
«Η ανάπτυξη ήταν καλύτερη, κάτι που ορισμένοι δεν ανέμεναν μετά το δημοψήφισμα» ήταν η αντίδραση ενός εκπροσώπου τύπου της Ντάουνινγκ Στριτ, ο οποίος αναφέρθηκε ιδιαίτερα, για τις τελευταίες εβδομάδες, «σε ένα ποσοστό ανεργίας χαμηλότερο από το 1975» και μια «αύξηση των πραγματικών μισθών».