Γράφει ο Ιωάννης Β. Δασκαρόλης
Πρόλογος
Η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια έδωσε στους Έλληνες σημαντικό οπλισμό και πλούσια λάφυρα,[1] απογείωσε το γόητρο του Κολοκοτρώνη και της φατρίας του στους επαναστατημένους Έλληνες και πλέον αποτελούσε εναλλακτική πρόταση στην πολιτική εξουσία των προκρίτων.
Ακολούθησε μια περίοδος κατά την οποία χαλάρωσε ιδιαίτερα η πειθαρχία των στρατιωτών, πολλοί γυρνούσαν στα χωριά μεθώντας, ενώ άλλοι λιποτακτούσαν επιστρέφοντας σπίτια τους με τα λάφυρα που είχαν αποκομίσει, θεωρώντας ότι είχε τελειώσει ο πόλεμος[2] αναγκάζοντας τον Θ. Κολοκοτρώνη να λάβει πολύ σκληρά μέτρα για να επαναφέρει την πειθαρχία.
Η πτώση του Ναυπλίου (29 Νοεμβρίου 1822)
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821- Η Αποτίμηση 201 χρόνων
Η προσοχή των επαναστατών στράφηκε προς το Ναύπλιο, τη σημαντική αυτή πόλη με τα δύο επιβλητικά κάστρα (Παλαμήδι και Ακροναυπλία (Ιτς Καλέ), η οποία βρισκόταν σε στενή πολιορκία από το σώμα του Στάικου Σταϊκόπουλου, ενός τμήματος του Τακτικού και μιας ομάδας Φιλελλήνων από τους επιζήσαντες της καταστροφής στο Πέτα. Το Παλαμήδι ήταν ένα ισχυρό οχυρωμένο φρούριο πάνω σε ύψωμα που δέσποζε (και δεσπόζει ακόμη) στο Ναύπλιο. Είχε κτιστεί από τους Ενετούς και ήταν απρόσβλητο, καθώς είχε επτά προμαχώνες με ενενήντα δύο βαριά κανόνια, ενώ είχε πολλούς βοηθητικούς χώρους για αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων πυρομαχικών, βλημάτων καθώς και νερού και τροφίμων. Τον Νοέμβριο του 1822 οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλης και η φρουρά της, αντιμετώπιζαν δεινό επισιτιστικό πρόβλημα,[3] καθώς οι Έλληνες υπό τον Νικηταρά και τον Γενναίο είχαν εμποδίσει εγκαίρως την τελευταία προσπάθεια του Δράμαλη να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο.[4] Οι ναυτικές επιτυχίες των Ελλήνων με τρεις ναυμαχίες στην περιοχή μεταξύ Σπετσών και Ύδρας[5] σφράγισαν το θαλάσσιο μέτωπο και έτσι μοιραία οι Τούρκοι του Ναυπλίου ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Θ. Κολοκοτρώνη για την παράδοσή τους.
Την νύχτα της 29ης προς 30η Νοεμβρίου ο Στάικος Σταϊκόπουλος αφού έμαθε την αδυναμία των υπερασπιστών του Παλαμηδίου, διεξήγαγε με 400 άνδρες μια τολμηρή καταδρομική αιφνιδιαστική ενέργεια, ανεβαίνοντας[6] στους προμαχώνες του απόκρημνου κάστρου με σκαλωσιές. Όπως γράφει ο Σπηλιάδης στα απομνημονεύματά του:
Επομένως αποφασίζουσι να παρακολουθήσωσι τριακόσιοι πενήντα στρατιώται˙ ο μεν Στάικος με πενήντα σωματοφύλακας˙ ο δ’ αδελφός του Αθανάσιος με διακοσίους εβδομήντα και ο Γκομπερνάτης με τριάντα τακτικούς. Εκινήθησαν δε προς το Παλαμήδι και αφού επλησίασαν εις θέσιν κατάλληλον, ίστανται, και ο Μοσχονησιώτης προχωρεί με μιαν αναβάθραν, την οποίαν φέρουσι καλόγηρός τις Μεγαλοσπηλαιώτης, καλούμενος Παφνούτιος και Έλλην τις, Πορτοκάλης ονόματι, και την βάλλουσιν εις το τοίχος του προμαχώνος Γκιουρούς τάμπια. Ανεβαίνει δ’ ο Μοσχονησιώτης, παρατηρεί,… επικαλείται την βοήθειαν του Εσταυρωμένου και προπατεί ακροποδιτί….».
Η κατάληψη του προμαχώνα του Αχιλλέα (Γκιουρούς τάμπια) αναίμακτα, έδωσε το έναυσμα για την κατάληψη του κάστρου. Οι πύλες ανοίγουν και οι προμαχώνες καταλαμβάνονται ο ένας μετά τον άλλο: Φωκίων (Ταβίλ τάμπια), Θεμιστοκλής (Καρά τάμπια), Φρουραρχείο (Διζδάρ τάμπια), Επαμεινώνδας (Σεϊτάν τάμπια), Μιλτιάδης (Μπαζιργιάν τάμπια), Λεωνίδας (Τοπράκ τάμπια) και η κοινώς λεγομένη Αναβάθρα ή Ρομπέρ (Δενίζ καπού). Ο Σταϊκόπουλος έχει δώσει εντολές να μην ανοίξει μύτη όπου οι Τούρκοι παραδίδονται και μάλιστα στον προμαχώνα Μιλτάδη, όπου έχουν συγκεντρωθεί όσοι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στην πόλη, με σκοπό να ανατιναχθούν με την πυρίδα που διαθέτουν, διαδραματίζεται η παρακάτω σκηνή με τον Σταϊκόπουλο :
«εξελθών ολίγον προ της πύλης, όθεν ευκόλως ακούεται και προσκαλέσας τους αρχηγούς και τους προκρίτους, τους ελάλησε με τρόπον φιλάνθρωπον και τους εβεβαίωσε δια την ασφάλειαν της ζωής και της τιμής των και συνάμα αφήκεν ελευθέρους τους εν τω προμαχώνι Μπαζιργιάν τάμπια και κατήλθον εις την πόλιν όλως ανεπηρέαστοι και τους καθησύχασε».
Τα ξημερώματα την γιορτής του Αγίου Ανδρέα αντήχησαν κανονιοβολισμοί και πυροβολισμοί από το Παλαμήδι, οι Έλληνες ύψωσαν την ελληνική σημαία πανηγυρίζοντας με ιαχές, σκώμματα και υβριστικές χειρονομίες εις βάρος των Τούρκων του Ναυπλίου, που κοιτούσαν προς το κάστρο αποσβολωμένοι και καταπτοημένοι. Όταν κατελήφθη και ο τελευταίος προμαχώνας χωρίς αντίσταση περιγράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης: «οι Τούρκοι προφθάσαντες έφυγον δια της προς την θάλασσαν πύλης και κατήλθον εις την πόλιν. Επειδή δε εις τις εξ αυτών επιστόλισεν, ήρχισαν τας ιαχάς οι Έλληνες και τότε ηκούσθη μεγάλη οχλοβοή εις το Ναύπλιον, ένθα οι Τούρκοι, άνδρες και γυναίκες, ήρχισαν να θρηνώσι και να οδύρωνται, καθόσον νομίζουσιν εαυτούς απολωλότας, φέροντες κατά νουν την αθέτησιν των προ ολίγου γενομένων συνθηκών, τα απειλάς του Κολοκοτρώνη και τα φρικτά εν Τριπολιτσά εκ της εφόδου πηγάσαντα δεινά».
Με συνθήκη που τηρήθηκε ευλαβώς καθώς υπήρχε το προηγούμενο της άλωσης της Τριπολιτσάς που ο Θ. Κολοκοτρώνης ήθελε οπωσδήποτε να μην επαναληφθεί, 4.000 Τούρκοι μεταφέρθηκαν με τα πλοία του ελληνικού στόλου στην Μ. Ασία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έχοντας στο πλευρό του τον γιό του Γενναίο έμπαινε στην πόλη με τα υπόλοιπα άτακτα στρατεύματα, θριαμβευτές στην πολύτιμη αυτή φημισμένη πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. Η πτώση του Ναυπλίου στερέωσε τη φήμη της επανάστασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο πλέον, καθώς οι Έλληνες είχαν κυριαρχήσει σε όλη την Πελοπόννησο και είχαν στην κατοχή τους μια τόσο σημαντική πόλη διεθνούς φήμης[7] φρουρούμενη περιμετρικά από κάστρα.
1821: Η Ήπειρος της Επανάστασης - Από τα βουνά του Σουλίου ως τις θάλασσες της Θεσπρωτίας
O Γάλλος λοχαγός Gracy γράφει σε έκθεσή του στις 15 Δεκεμβρίου 1822 : Το Ανάπλι εκυριεύθη και τώρα έχουμεν εκτός από το φοβερόν φρούριον και λιμένι θαυμάσιον δια τα καράβια μας» και συνοψίζοντας τις εντυπώσεις που προκάλεσε το γεγονός στην Ευρώπη σημειώνει : «Το Ναύπλιον, το Γιβραλτάρ τούτο της Πελοποννήσου, ού ο λιμήν προστατευόμενος υπό της νησίδος του Βουρτσίου δύναται να περιλάβη εν ασφαλεία εξακόσια περίπου πλοία, περιελθόν ήδη εις τας χείρας των Ελλήνων εξασφαλίζει εντελώς την εν Πελοποννήσω επικράτησιν αυτών».
Οι πρώτες εμφύλιες διενέξεις ενός του Ναυπλίου (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1823)
Η πτώση του Ναυπλίου και η πρωτοκαθεδρία της φατρίας του Κολοκοτρώνη στις διαπραγματεύσεις και στην λαφυραγώγηση των τουρκικών περιουσιών της πόλης, έδωσε αφορμή για τις πρώτες αξιοσημείωτες εμφύλιες διενέξεις στις τάξεις των επαναστατών. Οι Υδραίοι αλλά και οι πρόκριτοι,[8] κατηγόρησαν τον Κολοκοτρώνη ότι δεν περίμενε την κυβέρνηση να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, αλλά μαζί με την Μπουμπουλίνα, λαφυραγώγησαν όλη την πόλη αποστερώντας την κυβέρνηση από πολύτιμους πόρους, κάτι που δεν φαίνεται να απέχει από την πραγματικότητα.[9]
Λίγες εβδομάδες αφού ελευθερώθηκε το Ναύπλιο, στις 11 Ιανουαρίου 1823, ο Γενναίος κατέλαβε αυθαίρετα και αιφνιδιαστικά το Παλαμήδι χρησιμοποιώντας ένα απλό τέχνασμα. Διάλεξε να ανέβει στο Παλαμήδι με μια ομάδα έμπιστών του, σε χρονική στιγμή που η φρουρά των Κρανιδιωτών που είχε παραμείνει ήταν ολιγάριθμη, καθώς οι υπόλοιποι ήταν στην πόλη. Αιφνιδιαστικά τότε αφόπλισε διαδοχικά τις ομάδες ενόπλων κάθε προμαχώνα πλην αυτής που κατείχε ο Τσώκρης, ο οποίος αναμφίβολα συμμετείχε στην συνομωσία. Στη συνέχεια, ο Γενναίος απελευθέρωσε τους αφοπλισμένους φρουρούς στην αγορά της πόλης, παραδίδοντας και τα όπλα τους. Ο Γενναίος αναφέρει ότι η ενέργεια αυτή έγινε με δική του πρωτοβουλία για να επαναφέρει την τάξη στην πόλη όπου γίνονταν συχνά επεισόδια μεταξύ των στρατιωτών, χωρίς να γνωρίζει τίποτε ο πατέρας του,[10] κάτι όμως που φαντάζει απίθανο. Στη συνέχεια, ο Θ. Κολοκοτρώνης όταν έμαθε την ενέργεια του Γενναίου τον επέπληξε φανερά,[11] αλλά δεν επέστρεψε το Παλαμήδι στις φρουρές που το κατείχαν. Αντιθέτως, για να εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο της πόλης επέβαλλε ως φρούραρχο του κάστρου της Ακροναυπλίας τον Δημήτριο Πλαπούτα, ενώ τα έσοδα της πόλης του Ναυπλίου τα διαχειριζόταν ο γιός του Πάνος. Την ίδια εποχή ο Θ. Κολοκοτρώνης πάντρεψε τον γιο του Πάνο με την κόρη της Μπουμπουλίνας, σε μια προσπάθεια να αυξήσει τα πολιτικά του ερείσματα, καθώς αυξάνονταν οι πολιτικές διαιρέσεις και ο αδυσώπητος ανταγωνισμός για την εξουσία.
Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη και στενοχώρια στην κυβέρνηση και στους προκρίτους που έβλεπαν πια τον Κολοκοτρώνη να κυριαρχεί.[12] Στο πολιτικό παιχνίδι της εποχής αυτής εισέρχονται δυναμικά και οι πρόκριτοι των ναυτικών νησιών (κυρίως της Ύδρας), που με μεγάλη ανησυχία είδαν την ενίσχυση του Κολοκοτρώνη και των οπλαρχηγών, ενώ και ανάμεσα σε κάποιους οπλαρχηγούς επικρατούσε αγανάκτηση για την υπέρμετρη δύναμη που απέκτησε η φατρία του.[13] Για να βελτιώσει τη θέση της, η κυβέρνηση αποφάσισε να μεταφερθεί στο Ναύπλιο, όπου όμως δεν διέθετε κανένα στρατιωτικό έρεισμα εκτός των στρατιωτών του Τακτικού υπό τον Ιταλό Φιλέλληνα που είχαν πρωτοστατήσει στην έφοδο του Σταϊκόπουλου,[14] όμως βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση καθώς η κυβέρνηση δεν είχε πόρους να τους συντηρήσει.[15]
Σύμφωνα με τον Γενναίο, οι στρατιώτες του Τακτικού λόγω της απώλειας εφοδιασμού προέβαιναν σε πιέσεις εις βάρος των επαγγελματιών της πόλης, οι οποίοι στη σύρραξη που ακολούθησε βοήθησαν τον Γενναίο. Σε επιστολή του στην κυβέρνηση, ο Gubernati διεκτραγωδούσε την κατάσταση των τακτικών, καθώς οι ομολογίες του δημοσίου ταμείου με τις οποίες είχαν πληρωθεί ήταν εντελώς άχρηστες και η διατροφή τους είχε περιοριστεί σε ψωμί κακής ποιότητας. Ο Gubernati για να βελτιώσει την κατάσταση των στρατιωτών του, προσπάθησε να καταλάβει αιφνιδιαστικά το κάστρο της Ακροναυπλίας (Ιτς Καλέ) πιθανά για λογαριασμό της κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1823. Η επίθεσή του αντιμετωπίστηκε ενόπλως από τον Γενναίο που είχε υπό την κατοχή του την πιο οχυρή θέση και Ακολούθησε μια σκληρή μάχη που μεταφέρθηκε και μέσα στους δρόμους της πόλης με 15 νεκρούς και τραυματίες εκατέρωθεν.[16] Έχοντας το αιματηρό γεγονός ως αφορμή, ο Πλαπούτας ως γενικός φρούραρχος της πόλης εξανάγκασε τους Τακτικούς, τους Κρανιδιώτες αλλά και όσους ενόπλους στήριζαν την κυβέρνηση,[17] να εκκενώσουν το Ναύπλιο, μετασταθμεύοντας σε ένα κοντινό χωριό. Το επεισόδιο υπήρξε πολύ σοβαρό και προμήνυε την σύγκρουση μεταξύ των αλληλομαχόμενων φατριών για την κατάκτηση της εξουσίας.
Σημειώσεις
Μαντώ Μαυρογένους: Η φλογερή επαναστάτρια και φεμινίστρια του 1821
[1] Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί του Δράμαλη είχαν πλούσια λάφυρα από τη νίκη τους επί του Αλή Πασά, Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, Διήγησις, σελ. 122.
[2] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος ΣΤ΄),σελ. 248.
[3] Είχαν φτάσει στο σημείο να τρώνε ποντίκια, σκουλήκια, γάτες ακόμη και νεκρούς! Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις (τόμος Γ΄), σελ. 248.
[4] Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις (τόμος Β΄), σελ. 248.
[5] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος ΣΤ΄), σελ. 265-273.
[6] Στη ριψοκίνδυνη ανάβαση μέσα στο σκότος έπεσε και σκοτώθηκε ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βυζάντιος, Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα (τόμος Α΄), σελ. 477.
[7] Παπακωνσταντίνου Ιωάννης, Ελληνικό έπος (1821-1824) (βιβλίο Β΄), σελ. 609.
[8] Γερμανός Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα, σελ. 160.
[9] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος ΣΤ΄),σελ. 277.
[10] «Αφού ήλθεν ο Γενναίος ως νέος άρχισεν να μην υποφέρη τα ατοπήματά των, συνέλαβεν ιδέαν μόνος του χωρίς να ερωτήση τον πατήρ του…», Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 104.
[11] «..κατέβη εις την πόλιν και πηγαινάμενος εις τον πατήρ του τον επίπληξεν αυστηρώς, αλλά πλέον το Παλαμήδιον ήτον υπό την διοίκησιν του Γενναίου..», Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 105.
[12] «Μετά την πτώσιν του Ναυπλίου άρχισαν αι διαιρέσεις μεταξύ των Ελλήνων να γέννωνται πλέον σπουδαίαι…», Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 105.
[13] «Όλος του ο αγών και η σπουδή δεν εγίνετο διά άλλο, ειμή διά να κάνει πλουσίους και μαλαματένιους τα παιδιά του, τους εξαδέλφους του, τους ανεψιούς του και παρανεψιούς..», επιστολή προς Υδραίους τις 15.1.1823. Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος ΣΤ΄),σελ. 279.
[14] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος ΣΤ΄),σελ. 276.
[15] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος ΣΤ΄),σελ. 445.
[16] Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις (τόμος Β΄), σελ. 439. Ο Γενναίος αναφέρει ότι οι νεκροί ήταν 4 από τους Τακτικούς, Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 106.
[17] Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (τόμος ΙΒ΄), σελ. 296.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμος ΣΤ΄ (Η εσωτερική κρίση 1822-1825), εκδόσεις Σταμούλη.
Γερμανός Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα, τυπογραφείο Σ. Τσαγκάρη, Αθήνα 1900.
Δασκαρόλης Ιωάννης Β., Γενναίος Κολοκοτρώνης – ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821, εκδόσεις Παπαζήση Αθήνα 2021.
Κόκκινος Διονύσιος, Η ελληνική Επανάστασις (τόμος Β΄), εκδόσεις Μέλισσα, χ.χ.
Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1856 (υπαγόρευσε Θεόδωρος Κ. Κολοκοτρώνης), Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Αθήνα 1846.
Κολοκοτρώνης Ιωάννης (Γενναίος), Απομνημονεύματα, εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2006.
Παπακωνσταντίνου Ιωάννης, Ελληνικό έπος (1821-1824) (βιβλία Α΄, Β΄), εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2013.
Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα. Συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν ελληνικήν Ιστορίαν. Εκδοθέντα Υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως, (τέσσερις τόμοι), Αθήνα 1851.
Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, εκδόσεις εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975.
istorikathemata.com