Εξπρές διαγραφή χρεών από κόκκινα αγροτικά δάνεια της πρώην ΑΤΕ προβλέπει ρύθμιση που επεξεργάζεται το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με όχημα τον νόμο του 2004 και με στόχο την απαλλαγή των αγροτών από χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες.
Ρύθμιση για εξπρές διαγραφή χρεών από «κόκκινα» αγροτικά δάνεια επεξεργάζεται το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με «όχημα» νόμο του 2004 για τα πανωτόκια και με στόχο την απαλλαγή των αγροτών από χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες.
Παράλληλα με την επικείμενη εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών που αφορά αγρότες που έχουν εμπορική δραστηριότητα, η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης προετοιμάζει το έδαφος για εναλλακτική εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών από δάνεια της πρώην ΑΤΕ, με οριστική επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων» αγροτικών δανείων, αξιοποιώντας το περιεχόμενο του νόμου 3259/2004 για τους παράνομους ανατοκισμούς, που προβλέπει ότι το συνολικό ύψος των οφειλών δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου.
Σκοπός η επίβλεψη της διαδικασίας επαναπροσδιορισμού των χρεών σε σύντομο χρόνο από έναν φορέα -την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ)- χωρίς την υποβολή αγωγών που όλες σχεδόν καταλήγουν στον Αρειο Πάγο, ξεμπλοκάροντας έτσι τις υποθέσεις από τις χρονοβόρες και πολυδάπανες δικαστικές διαδικασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις προ μηνών εκδόθηκαν αποφάσεις που δικαιώνουν αγρότες οφειλέτες ακόμα και με ολική διαγραφή χρεών από δάνεια της πρώην ΑΤΕ, που αφορούσαν όμως αγωγές του 2005 και του 2006.
Το θέμα της σχετικής ρύθμισης ετέθη σε πρόσφατη συνάντηση μεταξύ του υπουργού Οικονομίας Δημήτρη Παπαδημητρίου και του υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Βασίλη Κόκκαλη, όπου συζητήθηκε το προτεινόμενο σχέδιο για την οριστική επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων της πρώην ΑΤΕ.
Για την προστασία των δανειοληπτών από την υπέρμετρη διόγκωση των υποχρεώσεών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα, εξαιτίας της αδυναμίας να ανταποκριθούν εμπρόθεσμα στις υποχρεώσεις τους, έχουν τεθεί από τη νομοθεσία σημαντικοί περιορισμοί μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα έχουν ψηφιστεί από το έτος 1998 τρεις σχετικές ρυθμίσεις με τις οποίες προσπάθησαν να δώσουν λύση στο σημαντικό αυτό πρόβλημα. Συγκεκριμένα, ψηφίστηκαν η ρύθμιση α) του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998 β) του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 και τέλος η κυριότερη του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004.
Ο νόμος 3259/2004 με το άρθρο 39 -σύμφωνα με τον νομικό Αγγελο Γιουρέλη- ρύθμισε αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος του περιορισμού των οφειλών από τόκους, το οποίο (ύψος) προσδιορίζει μέσω απλού αριθμητικού υπολογισμού, χωρίς να προαπαιτεί τη μεσολάβηση συμφωνίας των μερών ή δικαστικής αποφάσεως. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οφειλέτες μπορούσαν, περαιτέρω, να συμφωνήσουν «τους όρους και τον τρόπο εξοφλήσεως των οφειλών» που ρυθμίζονται, όχι, επομένως, και την ύπαρξη ή το ύψος τους. Οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν, βεβαίως, σε περίπτωση διαφωνίας, να προσφύγουν στα δικαστήρια, η απαγγελλόμενη, όμως, επί της διαφοράς δικαστική κρίση απλώς αναγνώριζε την αμέσως και αυτοδικαίως επερχόμενη από την εφαρμογή του νόμου έννομη συνέπεια.
Ειδικά για τα δάνεια των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών ο νόμος ορίζει: «Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο τού κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση.
Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος.
Εξάλλου ζήτημα για τα αγροτικά δάνεια ανέκυψε επειδή η πρώην Αγροτική Τράπεζα που κατ’ εξοχήν προέβαινε σε χορηγήσεις στους αγρότες αντιμετώπιζε πολλά από τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που χορηγούσε ως αναλήψεις στο πλαίσιο ανοικτών λογαριασμών, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνει ως βάση υπολογισμού για το διπλάσιο όχι το σύνολο των κεφαλαίων των βραχυπρόθεσμων δανείων αλλά τη συνολική από αυτά οφειλή, όπως υφίστατο κατά την τελευταία χορήγηση βραχυπρόθεσμου δανείου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενσωμάτωνε παράνομα στο κεφάλαιο βάσης όλους τους προηγηθέντες τόκους και ανατοκισμούς. Σε αρκετές περιπτώσεις -σύμφωνα με τον νομικό Αγγελο Γιουρέλη- έχουν χορηγηθεί δάνεια από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, καθ’ υπόδειξη των πιστωτικών ιδρυμάτων, όχι για τον σκοπό που αναγράφεται στη σύμβαση, αλλά για τη λογιστική απόσβεση οφειλών από προηγούμενα δάνεια.
Δηλαδή, το νέο κεφάλαιο αφορά την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών (συνεπώς και των «πανωτοκίων») προηγούμενων δανείων. Στην πραγματικότητα πρόκειται λοιπόν για ρυθμίσεις και ως «τέτοιες» θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Αυτό μπορεί να έχει κατά περίπτωση μεγάλη σημασία καθώς η ανώτατη συνολική οφειλή υπολογίζεται με βάση την αρχική χορήγηση, και όχι το μεταγενέστερο δάνειο. Σε αυτή θα υπολογιστούν επομένως και οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν για την αποπληρωμή του αρχικού δανείου.
Πηγή: Έθνος