Μία νέα έρευνα που διεξήχθη από τις 15 έως τις 17 Απριλίου από την KΑΠΑ Research δόθηκε στη δημοσιότητα και αφορά την ζωή με τον κορονοϊό, την επόμενη μέρα μετά την πανδημία, την αντιμετώπιση της κρίσης από την κυβέρνηση αλλά και το πολιτικό αποτύπωμα που άφησε το πέρασμα του ιού στη χώρα μας. Η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1060 ατόμων από 17 ετών και άνω, σε 13 περιφέρειες της Ελλάδας.
Τα καλά νέα από την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας ενισχύουν την αισιοδοξία για αντιμετώπιση του κορονοϊού μέσα στον επόμενο μήνα κατά 14 μονάδες από τον Μάρτιο, ανεβάζοντας το ποσοστό των αισιόδοξων στο 44%.
Η ανησυχία μιας ενδεχόμενης μόλυνσης από τον ιό, παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (68% ανησυχούν πολύ ή αρκετά). Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα 5% θεωρεί ότι έχει προσβληθεί ήδη από τον κορονοϊό – χωρίς όμως αυτό να έχει επιβεβαιωθεί με ιατρική εξέταση. Ενώ ένα συντριπτικό 91% πιστεύει ότι δεν μολύνθηκε στη διάρκεια της κρίσης.
Όπως προκύπτει και από τις παραπάνω απαντήσεις οι ερωτηθέντες βλέπουν την αναγκαιότητα των μέτρων να περιορίζεται. Όλο και λιγότεροι πολίτες κρίνουν τα μέτρα αναγκαία (στο 75% σήμερα με πτώση 23 μονάδων από το καθολικό 98% στα μέσα Μαρτίου), ενώ ένα 23% θεωρεί ότι μάλλον/σίγουρα είναι υπερβολικά.
Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει και οι απαντήσεις των πολιτών στο ερώτημα «πόσο ακόμα αντέχουν στην καραντίνα». Το 46% θεωρεί ότι μπορεί και άλλο αλλά όχι πολύ ακόμα, το 21% έχει φτάσει στο όριο του ενώ ένα 31% πιστεύει ότι έχει ακόμα αρκετές αντοχές.
Μέσα αυτό το κλίμα που διαμορφώνεται, η κοινή γνώμη είναι θετική (75%) απέναντι στο ενδεχόμενο σταδιακής άρσης των περιοριστικών μέτρων από τις αρχές Μαΐου, καθώς, εκτός από ένα 31% που δηλώνει πως έχει ακόμη αρκετές αντοχές για να παραμείνει σε καραντίνα, οι υπόλοιποι είτε δεν αντέχουν τον περιορισμό για μεγάλο διάστημα (46%) είτε έχουν ήδη φτάσει στα όριά τους (21%).
Επίσης αξίζει να σημειώσουμε ότι 4 στους 10 γονείς εμφανίζονται αρνητικοί ή αβέβαιοι για το αν θα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο εάν η πολιτεία ανοίξει τα σχολεία μέσα στον Μάιο.
Γενικότερα, το 55% των Ελλήνων εμφανίζονται «έτοιμοι» να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους: από αυτούς οι μισοί (26%) αισθάνονται ήδη ασφαλείς να επιστρέψουν κανονικά στη ζωή τους ενώ οι άλλοι μισοί (29%) περιμένουν το σήμα της πολιτείας. Οι πιο «διστακτικοί» καταγράφονται στο 44%, με το 25% να δηλώνει ότι θα νιώσει ασφάλεια όταν βρεθεί το φάρμακο ή η θεραπεία, το 12% όταν βρεθεί το εμβόλιο, ενώ, τέλος, ένα 7% δηλώνει πως ίσως δεν επιστρέψει ποτέ ξανά στην προ-κορονοϊού καθημερινότητά του.
Όταν η πολιτεία άρει τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης οι πολίτες εμφανίζονται πιο έτοιμοι/ασφαλείς να επιστρέψουν σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες όπως το μπάνιο στη θάλασσα (82%), οι διακοπές (77%), η βόλτα για καφέ ή φαγητό (80%). Από την άλλη, ακόμη και αν η πολιτεία δώσει το πράσινο φως, οι πολίτες είναι πιο διστακτικοί στο να επισκεφθούν κέντρα βραδινής διασκέδασης (54%), να ταξιδέψουν με αεροπλάνο (48%), να κάνουν χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς (46%) ή να πάρουν μέρος σε αθλητικές δραστηριότητες σε γήπεδα ή γυμναστήρια (46%).
Το πολιτικό αποτύπωμα
Η εξέλιξη της κρίσης του κορονοϊού στην Ελλάδα και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τον κρατικό μηχανισμό και το πολιτικό σύστημα ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η χώρα μας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση (60%).
Παραμένει σε υψηλά επίπεδα η θετική αξιολόγηση των κρατικών χειρισμών της κρίσης: Παρά τη μικρή κάμψη των 6 μονάδων από τη μέτρηση στα τέλη Μαρτίου, οι θετικές κρίσεις για τη στάση της αγγίζουν το 76%.
Με κακό μάτι βλέπουν οι πολίτες το ενδεχόμενο διεξαγωγής πρόωρων. 50% θεωρούν ότι θα πλήξουν την οικονομία ενώ 30% θεωρεί ότι υπάρχει ισχυρή αυτοδυναμία και πρέπει η κυβέρνηση να ολοκληρώσει την τετραετία.
Στην ερώτηση τι θα ψήφιζαν οι πολίτες εάν την Κυριακή έπρεπε να ψηφίσουν καταγράφεται μία διαφορά 18,2 μονάδων μεταξύ ΝΔ (41,2%) και ΣΥΡΙΖΑ (23). Στη Βουλή θα έμπαιναν το ΚΙΝΑΛ (5), το ΚΚΕ (4,3) και η Ελληνική Λύση (3,2). Οριακά εκτός Βουλής το ΜέΡΑ25 με 2,8%.
Οι απόψεις των πολιτών διχάζονται σε σχέση με τα έκτακτα μέτρα οικονομικής στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, με το 48% να θεωρεί τα μέτρα για τη στήριξη εργαζόμενων επαρκή ή μάλλον επαρκή και το 40% ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή.
Αντιστοίχως, το ποσοστό αποδοχής των μέτρων στήριξης επιχειρήσεων ανέρχεται στο 41% και στο 53% όσων τα θεωρούν ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Σπανίως, όμως, τα όποια μέτρα οικονομικής στήριξης θεωρούνται επαρκή. Η αποδοχή τους – που ξεπερνά το 40% – εμφορείται από την επιθυμία στήριξης προς την ίδια την κυβέρνηση και όχι στα μέτρα αυτά καθαυτά.