Γράφει ο Σπύρος Μελάς στις 10 Σεπτεμβρίου 1930.
«Ο Δικαίος (…) ήξερε ότι ο Κολοκοτρώνης, από της έξη του Γενάρη κιόλας, βρισκότανε στη Μάνη. Και ότι, ενώ κύτταζε αυτός να ξεσηκώση και να βάλη να ετοιμασθούν η βόρειες επαρχίες του Μωρηά, ο Κολοκοτρώνης, κρυμμένος στου Μούρτζινου, προσπαθούσε μαζί με τον Αναγνωσταρά, με γράμματα κι αποσταλμένους, να κινήση τα νότια της Πελοποννήσου»
Ο Παπαφλέσσας ήθελε μέσω της οικογένειας Δεληγιάννη, να έρθει σε επαφή με τον Κολοκοτρώνη.
Τόμας Γκόρντον: Φιλέλληνας που έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821
«Ήταν ανάγκη να ενωθούν η προσπάθειες και να κάμουν όσο μπορούσαν γλήγορα γιατί οι Τούρκοι, από μέρα σε μέρα, γινόντουσαν και πιο ανήσυχοι. Ενώ οι δεσποτάδες και οι πρόκριτοι συζητούσαν ακόμα στη συνέλευσι του Αιγίου (σ.σ. Μυστική Συνέλευση Βοστίτσας) κάποιοι πρόδοσαν στους Τούρκους της Τριπολιτσάς το εργοστάσιο της μπαρούτης που δούλευε στη Δημητσάνα».
Η προδοσία
«Είχαν καταγγείλη δηλαδή – και δεν ήταν ψέματα- ότι από τη Δημητσάνα είχαν στείλξη στον Αλή πασά δέκα χιλιάδες οκάδες μπαρούτι, για τον πόλεμό του με τα σουλτανικά στρατεύματα, και για να πάρουν από τον πασά, σαν αντάλλαγμα, δυό καμπάνες για την εκκλησία τους».
Η Δημητσάνα, που θα έπαιζε κομβικής σημασίας ρόλο στην έναρξη του Αγώνα των Ελλήνων για Ελευθερία, είχε μετατραπεί, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων, σε ένα μεγάλο εργοστάσιο κατασκευής μπαρουτιού.
«Η Δημητσάνα, ολάκερη, μπασμένη στο μυστήριο της φιλικής, είχε συγκεντρώση κολοσσιαίες ποσότητες νίτρο και θειάφι. Και, με την οδηγία των αδελφών Σπηλιωτοπούλων, έφτιανε, σε πέντε μπαρουτόμυλους, που δούλευαν νύχτα – μέρα, χιλιάδες οκάδες μπαρούτι, που την αποθήκευαν στα κατώγια των σπιτιών.
»Οι μαθητές της σχολής, τα κορίτσια κι η γυναίκες, έδεναν τον ίδιο καιρό “φυσέκια” και “δεκάρια” με χαρτί του εμπορίου, αλλά πολύ συχνότερα με των παληών τόμων της βιβλιοθήκης (σ.σ. έτσι, λόγω έλλειψης χαρτιού, στον βωμό του αγώνα θυσιάστηκε ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας υλικό από τη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας)».
Ύστερα από την προδοσία η Δημητσάνα μπήκε στο μικροσκόπιο των οθωμανικών αρχών.
Ο τούρκος ανακριτής και ο Θύμιος Μπόκας
Κωνσταντίνος Κανάρης: Ο μπουρλοτιέρης του 1821
«Οι Τούρκοι, που δεν είχαν αντιπρόσωπο στη Δημητσάνα και ήταν συνειθισμένοι να ψωνίζουν από κει μπαρούτι, πούφτιαναν σε ξύλινα γουδιά, στα σπίτια, δεν είχαν είδησι για τους μπαρουτόμυλους, που δούλευαν από δυό χρόνια τώρα. Ο Τούρκος διοικητής της Τριπολιτσάς ταράχτηκε.
»Αμέσως έστειλε ανακριτή στη Δημητσάνα μ’ αρκετή δύναμι. Έφθασε το δειλινό. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, είχε χιονίση παντού. Μπήκε στο σπίτι του Σπηλιωτόπουλου – αυτός είχε προλάβη να φύγη – κι αφού έψαξε μάταια στάθηκε μια στιγμή στο τζάκι να ζεσταθή. Τρομαγμένος ο κοσμάκης μαθαίνει τον ερχομό του.
»Ένας τουρκομαθής Δημητσανίτης, ο Θύμιος Μπόκας, τρέχει να γλυτώση την πατρίδα του από τον κίνδυνο. Είνε χωρατατζής. Αρχίζει της εξυπνάδες και τα καραγκιοζηλίκια. Η καρδιά των Τούρκων ανοίγει. Φαΐ αμέσως και προ πάντως ρακί, μπόλικο ρακί. Ο ανακριτής το ρίχνει στο γλέντι.
»Κι ενώ αυτός μεθοκοπάει άνδρες και γυναίκες κουβαλούν ολονυχτίς μπαρούτι και υλικά, μακρυά, στ’ αμπέλια, στου ληνούς και της σπηληές. Και κουβαλάνε ζώα και χορτάρι και φουσκί στους μπαρουτόμυλους και την άλλη μέρα ο ανακριτής τούς βρίσκει μεταμορφωμένους σε σταύλους.
»Ο Τούρκος, παίρνοντας και γενναίο “μπαχσίς” στο χέρι, εσφράγισε τους μύλους και μερικά σπίτια, για τα μάτια του κόσμου, αλλά δεν πείραξε κανέναν. Δόθηκε αργότερα διαταγή να γκρεμισθούν οι μυλοί, αλλά κι αυτή, με δωροδοκίες, έμεινε ανετέλεστη».
Έτσι σώθηκαν οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας και μαζί τους και η Επανάσταση του 1821, γιατί χωρίς αυτούς ειδικά κατά τις πρώτες κρίσιμες μάχες η ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων θα ήταν εντελώς διαφορετική.