Άλλοτε βαρύμαγκας κι άλλοτε αυστηρών αρχών αδερφός, ο Δημήτρης Μπισλάνης ήταν ένας ακόμα μεγάλος καρατερίστας της εθνικής μας κινηματογραφίας.
Παρά το σύντομο της καριέρας του, μιας και έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, πρόλαβε να γυρίσει καμιά ογδονταριά ταινίες σε ένα διάστημα μόλις 15 ετών!
Κι αυτό γιατί τόσο το κοινό όσο και το κινηματογραφικό στερέωμα τον ήθελαν διακαώς στις παραγωγές να χαρίζει κάτι από το «βαρύ» της προσωπικότητάς του.
Ένας από τους κακούς-αρχέτυπα του πανιού πέρασε και έφυγε από δίπλα μας σαν κομήτης, πρόλαβε ωστόσο να μας χαρίσει μια ιδιαίτερη κινηματογραφική περσόνα που αναγνωρίζουμε ακόμα ως αναπόσπαστο μέλος της χρυσής παρέας του ελληνικού σινεμά.
Η χαρακτηριστική ψιλόλιγνη φιγούρα και το άγριο παρουσιαστικό του ταίριαζαν γάντι στους ρόλους που αναλάμβανε σωρηδόν, προστατεύοντας τη μικρή αδερφή ή σπέρνοντας κακό και όλεθρο στους πρωταγωνιστές.
Υπέροχος και μοναδικός, έδινε το κατιτίς παραπάνω στους ρόλους με τη βαθιά φωνή και τα τεράστια υποκριτικά του χαρίσματα, γι’ αυτό και μέτρησε μια ζηλευτή σταδιοδρομία που μόνο ο πρόωρος θάνατος μπόρεσε να ανακόψει.
Από το 1962 που εμφανίστηκε ταυτόχρονα σε θέατρο και κινηματογράφο μέχρι και το 1977 που θα άφηνε την τελευταία του πνοή, ο 44χρονος Μπισλάνης πρόκανε να μας χαρίσει εκείνον τον αξέχαστο ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου στις «Κυρίες της αυλής» (1966) αλλά και τον αλησμόνητο ανακριτή της Ασφάλειας στο «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967).
Όταν δεν έπαιζε σε σανίδι και γυαλί, έκανε παρέα με τον Κωνσταντάρα, έναν άνθρωπο με τον οποίο διατηρούσε αμοιβαία εκτίμηση και φιλία. Είναι σίγουρο πως θα ήταν τελείως διαφορετική η καριέρα του αν δεν έφευγε τόσο νέος…
Πρώτα χρόνια
Ο Δημήτρης Μπισλάνης γεννιέται πιθανότατα το 1933 στη Θεσσαλονίκη. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό και τον ξαναβρίσκουμε μετά το σχολείο στην Αθήνα να σπουδάζει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου.
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση θα λάβει χώρα το 1961 με τον θίασο του Μυράτ (στο «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε») και από την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει μια 15χρονη καριέρα με συναπτές δουλειές…
Σταδιοδρομία σε πανί και σανίδι
Ο Μπισλάνης ευτύχησε να μετρήσει μια σημαντική θεατρική καριέρα, τόσο σε έργα ελληνικού όσο και ξένου ρεπερτορίου. Οι παλιότεροι τον θυμούνται ακόμα στην παράσταση «Ο άνθρωπος που γύρισε από τον γύψο», στο Θέατρο Ρεξ το καλοκαίρι του 1973, δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, το ιερό τέρας που εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Μπισλάνη τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως άνθρωπο.
Άλλοι τον θυμούνται πάλι σε άλλον έναν αξέχαστο θεατρικό του ρόλο, στη «Βασίλισσα Αμαλία», δίπλα στη Νόνικα Γαληνέα (και σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαμιχαήλ). Διαγράφοντας σταθερή παρουσία στο σανίδι, ο Μπισλάνης έπαιξε δίπλα σε όλους, συνεργάστηκε με πάμπολλους θιάσους και κόσμησε με την υποκριτική του δεινότητα τις μεγαλύτερες σκηνές της χώρας.
Νωρίς νωρίς θα έρθει και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ήδη από το 1962 και την ταινία «Παγίδα». Την ίδια χρονιά θα παίξει και στο μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο», η οποία θα προβληθεί ωστόσο το 1963.
Οι ταινίες έρχονται κατόπιν με το τσουβάλι και ο Μπισλάνης καθιερώνεται ως καρατερίστας σε ρόλους σκληρού αστυνομικού, αδίστακτου ανθρώπου της νύχτας και μοβόρου αδερφού. Θα ενσαρκώσει όμως ακόμα και γερμανό φαντάρο (και αξιωματικό), διευθυντή εφημερίδας, εισαγγελέα και πρόεδρο δικαστηρίου, μέχρι και καπετάνιο, αντιστεκόμενος στην τυποποίηση που τόσο λάτρευε ο εμπορικός μας κινηματογράφος.
Ξεχωρίζουν ίσως οι εμφανίσεις του στα φιλμ «Η βίλα των οργίων» (1964), «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1964), «Λόλα» (1964), «Το δόλωμα» (1964), «Κατηγορώ τους ανθρώπους» (1965), «Αμόκ» (1965), «Κοινωνία ώρα μηδέν» (1966), «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» (1966), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), «Η καρδιά ενός αλήτη» (1968), «Το πιο λαμπρό μπουζούκι» (1968), «Αγάπη και αίμα» (1968), «Όταν η πόλις πεθαίνει» (1969), «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969), «Όχι» (1969), «Η κραυγή μιας αθώας» (1969), «Η Μεσόγειος φλέγεται» (1970), «Οι γενναίοι του Βορρά» (1970), «Αγάπησα έναν αλήτη» (1971), «Μαντώ Μαυρογένους» (1971), «Ο τρελοπενηντάρης» (1971), «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα» (1972), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972), «Η Μαρία της σιωπής» (1973), «Έγκλημα στο Καβούρι» (1974) και τόσες ακόμα, 82 στον αριθμό!
Κι ενώ έπαιξε δίπλα σε όλους, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Νίκο Ξανθόπουλο συνεργάστηκε περισσότερο, πλαισιώνοντάς τους ιδανικά. Εξίσου γόνιμη ήταν και η παρουσία του στην τηλεόραση, από τις πρώτες μάλιστα στιγμές της κρατικής. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τη «Γειτονιά μας» (1972 - ΥΕΝΕΔ), τον «Παράξενο ταξιδιώτη» (1972 - ΕΙΡΤ), το «Κεκλεισμένων των θυρών» (1972 - ΕΙΡΤ), τις «Αστυνομικές ιστορίες» (1973 - ΥΕΝΕΔ) και τη «Βασίλισσα Αμαλία» (1975 - ΕΙΡΤ), ενώ εμφανίστηκε και σε πλήθος παραστάσεων του Θεάτρου της Δευτέρας.
Αιφνίδιο τέλος
Ο Δημήτρης Μπισλάνης μπήκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο το 1976, κατά τη διάρκεια των θεατρικών και κινηματογραφικών του υποχρεώσεων. Διακομίστηκε σε νοσοκομείο του Βερολίνου, όπου υποβλήθηκε σε αφαίρεση του ποδιού του, που είχε πάθει γάγγραινα.
Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή την Πρωτομαγιά του 1977, εγκαταλείποντας πρόωρα το αγαπημένο του σανίδι και πανί. Ήταν μόλις 44 ετών.
Ο καλλιτεχνικός κόσμος αλλά και το κοινό συγκλονίστηκε με τον πρόωρο χαμό του και πολλοί έσπευσαν για το ύστατο χαίρε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, όπως ο Μάνος Κατράκης, πλάι στους τραγικούς γονείς και τα δύο αδέρφια του. Την εξόδιο ακολουθία έψαλλε μάλιστα ο ίδιος ο αδερφός του, πατήρ Χαράλαμπος…