Οι ολοένα αυξανόμενες χρόνιες παθήσεις κάθε είδους και οι διάφορες αποτυχίες των συστημάτων δημόσιας υγείας έχουν συνδυαστεί με την πανδημία Covid-19, δημιουργώντας την «τέλεια καταιγίδα» -ή συνδημία- που πλήττει πλέον όλο σχεδόν τον πλανήτη. Αυτό προκύπτει από τη νέα μεγάλη διεθνή μελέτη «Global Burden of Disease Study», την πιο ολοκληρωμένη του είδους της, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet» και αναλύει διαχρονικά (1990-2019) την κατάσταση σε 204 χώρες, όσον αφορά 369 ασθένειες, 286 αιτίες θανάτου και 87 παράγοντες κινδύνου (παχυσαρκία, υπέρταση, ατμοσφαιρική ρύπανση κ.α.).
Το βασικό μήνυμα είναι ότι η παγκόσμια κρίση των χρόνιων ασθενειών και η χρόνια αδυναμία της δημόσιας υγείας να περιορίσει τους παράγοντες κινδύνου έχουν αφήσει τους πληθυσμούς της Γης ευάλωτους απέναντι σε επείγουσες καταστάσεις όπως ο νέος κορονοϊός SARS-CoV-2. Η μελέτη τονίζει «την ανάγκη για επείγουσα δράση, ώστε να αντιμετωπισθεί η παγκόσμια συνδημία των χρόνιων ασθενειών, των κοινωνικών ανισοτήτων και της Covid-19, προκειμένου να ενισχυθούν τα συστήματα υγείας και οι άνθρωποι να γίνουν πιο υγιείς, συνεπώς και οι χώρες πιο ανθεκτικές σε μελλοντικές πανδημικές απειλές».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Κρίστοφερ Μάρεϊ, διευθυντή του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας (ΙΗΜΕ) του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, επεσήμαναν ότι αρκετοί παράγοντες κινδύνου και χρόνιες μη μεταδοτικές ασθένειες σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή λοίμωξη Covid-19 και πρόωρο θάνατο εξαιτίας της.
Η μελέτη διαπιστώνει ότι ενώ το παγκόσμιο προσδόκιμο υγιούς ζωής (πόσα χρόνια ένας άνθρωπος μπορεί να προσδοκά ότι θα ζήσει με υγεία) έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 6,5 χρόνια μεταξύ 1990-2019, δεν έχει αυξηθεί τόσο όσο το προσδόκιμο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι ζουν πλέον περισσότερα χρόνια χωρίς καλή υγεία.
Οι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονταν με τους περισσότερους θανάτους γυναικών το 2019, ήταν κατά σειρά: υψηλή αρτηριακή πίεση (5,25 εκατομμύρια θάνατοι), κακή διατροφή (3,48 εκατ.), υψηλό σάκχαρο (3,09 εκατ.), ρύπανση αέρα (2,92 εκατ.), υψηλός δείκτης μάζας σώματος (2,54 εκατ.), κάπνισμα (2,15 εκατ.), υψηλή χοληστερίνη (2,04 εκατ.) και νεφρική δυσλειτουργία (1,53 εκατ.).
Αντίστοιχα στους άνδρες οι πιο θανατηφόροι παράγοντες κινδύνου πέρυσι ανεξαρτήτως ηλικίας ήταν: κάπνισμα (6,56 εκατομμύρια θάνατοι), υψηλή αρτηριακή πίεση (5,6 εκατ.), κακή διατροφή (4,47 εκατ.), ρύπανση αέρα (3,75 εκατ.), υψηλό σάκχαρο (3,41 εκατ.), υψηλή χοληστερίνη (2,36 εκατ.), αλκοόλ (2,07 εκατ.) και νεφρική δυσλειτουργία (1,63 εκατ.).
Συνδυασμένα και για τα δύο φύλα οι παράγοντες κινδύνου με τους περισσότερους θανάτους το 2019 ήταν: υψηλή αρτηριακή πίεση (10,8 εκατομμύρια θάνατοι), κάπνισμα (8,71 εκατ.), κακή διατροφή (7,94 εκατ.), ρύπανση αέρα (6,67 εκατ.), υψηλό σάκχαρο (6,5 εκατ.), υψηλός δείκτης μάζας σώματος (5,02 εκατ.), υψηλή χοληστερίνη (4,4 εκατ.) και νεφρική δυσλειτουργία (3,16 εκατ.).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι κυριότερες αιτίες απώλειας της υγείας και για τα δύο φύλα, συνυπολογίζοντας τις ασθένειες, τις αναπηρίες και τους πρόωρους θανάτους, ήσαν πέρυσι κατά σειρά: οι διαταραχές των νεογνών, η ισχαιμική καρδιακή νόσος, τα εγκεφαλικά, οι λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, οι γαστρεντερικές νόσοι με διάρροια, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), τα τροχαία δυστυχήματα, ο διαβήτης και οι πόνοι στη μέση.
Στους νεότερους ανθρώπους δέκα έως 49 ετών, οι βασικές αιτίες για την απώλεια υγείας τους ήσαν κατά σειρά τα τροχαία, ο HIV/AIDS, οι πόνοι στη μέση και η κατάθλιψη.
Η μεγαλύτερη σωρευτική επίπτωση στην υγεία διεθνώς προέρχεται από τη συνεχή αύξηση στους μεταβολικούς κινδύνους, με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5% από το 2010 μέχρι σήμερα. Συνολικά οι μεταβολικοί κίνδυνοι (παχυσαρκία, υπέρταση, σάκχαρο-διαβήτης, χοληστερίνη) ευθύνονταν για περίπου το 20% των συνολικών απωλειών υγείας παγκοσμίως το 2019, κατά σχεδόν 50% περισσότερο από ό,τι το 1990 (10,4%). Οι μεταβολικές διαταραχές ευθύνονται επίσης για ένα πολύ μεγάλο αριθμό θανάτων παγκοσμίως.
Μεταξύ των μη μεταδοτικών-λοιμογόνων παραγόντων κινδύνου για την υγεία, μόνο το κάπνισμα εμφανίζει αξιοσημείωτη διαχρονική μείωση (σχεδόν 10% μεταξύ 2010-2019), παρόλα αυτά συνεχίζει να ευθύνεται για σχεδόν εννέα εκατομμύρια θανάτους το χρόνο παγκοσμίως.