Δεν είναι μόνο οι εικόνες. Οι συγκλονιστικές εικόνες που δείχνουν τις ακτές αμέτρητων παραλιών στον Σαρωνικό κατάμαυρες. Μεγάλη ανησυχία και για τις επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων έχει δημιουργήσει η πετρελαιοκηλίδα από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ» και η ρύπανση που έχει προκαλέσει σε διάφορα σημεία της ακτογραμμής από τη Σαλαμίνα μέχρι τη Βούλα. Επιπτώσεις τόσο δερματολογικές, από την επαφή, δηλαδή, με το νερό που «επισκέφθηκε» η πετρελαιοκηλίδα, όσο και… διατροφολογικές. Το κατά πόσο δηλαδή μπορεί να φτάσει -κυριολεκτικά- στο πιάτο μας κάτι μολυσμένο.
Όχι κολύμπι στις περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα!
Ο καθηγητής Δερματολογίας Δημήτρης Ρηγόπουλος, συστήνει το… αυτονόητο: Να αποφεύγουν οι πολίτες την κολύμβηση σε περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα. Ο διευθυντής του αντίστοιχου τμήματος στο νοσοκομείο «Α.Συγγρός» λέει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ: «Είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να μην κολυμπήσει κανείς στις περιοχές που έχουν μολυνθεί, έως ότου υπάρξει πλήρης απορρύπανση. Διαδικασία για την οποία μπορεί να απαιτηθεί πολύς χρόνος, όπως εκτιμούν και οι περιβαλλοντολόγοι».
Ο κ. Ρηγόπουλος εξηγεί: «Δεν υπάρχει διαδερμική απορρόφηση του μαζούτ. Αυτό σημαίνει ότι οι επικίνδυνες ουσίες δεν περνούν από το δέρμα στον οργανισμό. Όμως θα πρέπει να αποφεύγεται η εισπνοή και η από λάθος κατάποση του μολυσμένου νερού. Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν θα πάει να μπει στη θάλασσα αυτή».
Ένα άλλο ζήτημα με το οποίο θα πρέπει να είναι προσεκτικοί οι πολίτες αλλά και όσοι επιχειρούν για την απορρύπανση της περιοχής, αφορά στα καθαριστικά που θα χρησιμοποιηθούν για να φύγει η πίσσα από το δέρμα.
Όπως λέει ο κ. Ρηγόπουλος: «Συχνά έχουν παρατηρηθεί εγκαύματα ή δερματίτιδες από τα διαλυτικά που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση του μαζούτ από το δέρμα. Συχνά χρησιμοποιείται βενζίνη γι αυτό. Τα διαλυτικά δεν είναι απορροφήσιμα από το δέρμα, αλλά δρουν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Οπότε χρειάζεται μεγάλη προσοχή και συμβουλή ειδικού».
Να αποφευχθεί η κολύμβηση και η έκθεση σε περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα, συνιστά και το ΚΕΕΛΠΝΟ. Σε χθεσινή ανακοίνωση του, αναφέρει πως κλιμάκιο του Κέντρου πραγματοποίησε αυτοψία στις παράκτιες περιοχές: Της Πειραϊκής, του Παλαιού Φαλήρου, της Γλυφάδας και της Βούλας. Αυτό, ούτως ώστε να αξιολογήσει το πρόβλημα της ρύπανσης που έχει προκληθεί. Επίσης για να διερευνήσει τις πιθανές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία. «Συνιστάται από το κλιμάκιο, σε πρώτο χρόνο, η αποφυγή της κολύμβησης και η έκθεση σε περιοχές με ρύπανση».
Πώς μπορεί να επηρεάσει η πετρελαιοκηλίδα το πιάτο μας
Μια τέτοιας μορφής μόλυνση, έχει φυσικά καταστροφικές επιπτώσεις για το περιβάλλον. Μπορεί, όμως, να έχει δυσμενείς επιπτώσεις και στην αλιεία. Κατά προέκταση, λοιπόν και στη διατροφική αλυσίδα.
Αυτό ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χάρης Δημοσθενόπουλος. Εϊναι MΜedSci.PhDc και προϊστάμενος Διαιτολογικού Τμήματος ΓΝΑ «Λαϊκό». Σημείωσε πως ήδη το υπουργείο Υγείας έχει επισημάνει ότι η ρύπανση από την πετρελαιοκηλίδα πιθανώς θα περάσει στη διατροφική αλυσίδα. Αυτό φυσικά, ανάλογα με το βαθμό επηρεασμού της περιβαλλοντικής μόλυνσης.
Ο κ. Δημοσθενόπουλος τονίζει: «Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα υδατοδιαλυτά συστατικά του αργού πετρελαίου και των διυλισµένων προϊόντων του περιέχουν µια ποικιλία ενώσεων που είναι τοξικές για ένα ευρύ φάσµα θαλασσίων οργανισµών. Αναφέρουν επίσης ότι τα αυγά, οι προνύµφες των ψαριών και τα νεαρά άτοµα είναι πιο ευαίσθητα στη ρύπανση από πετρελαιοειδή, δεδομένου ότι το πετρέλαιο προκαλεί διαταραχές στη φυσιολογία και τη συµπεριφορά των οργανισµών, καθώς και ανωµαλίες στην ανάπτυξη των ψαριών. Ακόμα και ίχνη πετρελαίου στο νερό επηρεάζουν τη συµπεριφορά των θαλασσίων οργανισµών και τους ρυθµούς αφοµοίωσης της τροφής».
2-3 χρόνια για να αποκατασταθεί μερικώς η χλωρίδα!
Ο ίδιος σημειώνει πως, όπως φαίνεται, το στρώμα πετρελαίου στην επιφάνεια της θάλασσας μειώνει στο ελάχιστο την ανανέωση του νερού με το οξυγόνο του αέρα. Αυτό εμποδίζει τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν βαθιά στη θάλασσα. Κατά συνέπεια περιορίζει τη φωτοσύνθεση και προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας του νερού. Κάτι τέτοιο οδηγεί μαλάκια και φυτά σε ασφυξία. Όπως συμβαίνει και με τα ψάρια εκείνα που δεν εγκαταλείπουν έγκαιρα τη ρυπασμένη περιοχή.
«Γενικά όμως οι ειδικοί αναφέρουν ότι ενώ τα ενήλικα ψάρια που κολυμπούν ελεύθερα, τα καλαμάρια και οι γαρίδες σπάνια επηρεάζονται από την έκθεση σε πετρελαιοκηλίδα, λόγω του ότι οι συγκεντρώσεις του πετρελαίου στο νερό είναι σπάνια ικανές για να προκαλέσουν βλάβες, τα αυγά των ψαριών και οι προνύμφες τους είναι ευάλωτα στη ρύπανση από πετρέλαιο και έχει παρατηρηθεί θάνατος των προνυμφών και μείωση του ποσοστού εκκολαπτόμενων αυγών σε συγκεντρώσεις πετρελαίου 10-25 ng/L.».
Η Greenpeace, καταλήγει ο κ. Δημοσθενόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η πίσσα στις παραλίες καταστρέφει τους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς. Επίσης έχει υπολογιστεί ότι απαιτούνται 2-3 χρόνια για να αποκατασταθεί μερικώς η παράκτια χλωρίδα…
Ασφαλή τα ψάρια της Ιχθυόσκαλας Πειραιά
Ωστόσο, καμία απολύτως επίπτωση δεν έχει προκαλέσει έως τώρα η ρύπανση από το ναυάγιο στη Σαλαμίνα, στους επαγγελματίες ψαράδες του Σαρωνικού, που διοχετεύουν με αλιεύματα την Ιχθυόσκαλα Πειραιά.
«Τα ψάρια μας δεν έχουν κανένα πρόβλημα». Αυτό τόνισε πολλές φορές ο διευθυντής της Ιχθυόσκαλας Πειραιά Βασίλης Κατσιώτης. Ο ίδιος διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τα εξής: Το 85- 88% των ψαριών που εισέρχονται στην ιχθυόσκαλα, είναι απ’ όλη την Ελλάδα. «Τα σκάφη που αλιεύουν είναι σκάφη μέσης αλιείας τα οποία ψαρεύουν αυτή την περίοδο 5 μίλια μακριά από τις ακτές. Επίσης οι περιοχές που ψαρεύουν τα γρι- γρι στο Σαρωνικό είναι πολύ μακριά από τον χώρο που υπάρχει το πρόβλημα».
Βήμα – βήμα πώς θα γίνει το… damage control
Το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μίλησε με τον διευθυντή ερενών του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, Γιάννη Χατζηανέστη. Ο ίδιος εξηγεί τις βραχυπρόθεσμες και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της ρύπανσης στον κόλπο του Σαρωνικού.
Οι μετρήσεις για την έκταση και το βάθος της ρύπανσης ξεκινούν τη Δευτέρα και θα γίνουν ως εξής: «Θα επικεντρωθούμε περισσότερο στο θέμα των επιπτώσεων και στο αν τίθεται κάποιο ζήτημα για το οικοσύστημα και για τους ανθρώπους στις περιοχές αυτές. Θα πάρουμε δείγματα νερού, θα πάρουμε ιζήματα, θα μελετήσουμε τους οργανισμούς. Θα πέσουν και δύτες για να δουν τι γίνεται στο βυθό. Δηλαδή θα κάνουμε τις αναλύσεις που πρέπει να κάνουμε για να δούμε πόσο έχει επιβαρυνθεί το περιβάλλον και σε ποια σημεία έχει επιβαρυνθεί, να δούμε αν τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν αποδώσει και να προτείνουμε κάποια άλλη αντιμετώπιση αν δεν έχουν αποδώσει, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θα δούμε στην πορεία». Αυτό εξηγεί ο Γιάννης Χατζηανέστης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, ο οποίος χειρίζεται το ζήτημα.
Ο κρισιμότατος παράγοντας!
Υπάρχει όμως ένας πολύ κρίσιμος, αλλά άγνωστος τουλάχιστον για την ώρα, παράγοντας για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τις επιπτώσεις είναι η ποσότητα του πετρελαίου που έχει χυθεί στη θάλασσα. Οι συνέπειες ανάλογα με την ποσότητα μπορεί να είναι άμεσες. Σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση τους θα είναι πιο εύκολη. Μπορεί όμως να είναι και μακροπρόθεσμες. Οπότε πιθανώς να κριθεί απαραίτητη η λήψη μέτρων.
«Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στα σημεία που έχουν πληγεί κατευθείαν από την πετρελαιοκηλίδα όπου πιθανότατα υπάρχουν πολύ αυξημένες συγκεντρώσεις υδρογονανθράκων σημαίνει ότι θα έχουμε καταστροφή των θαλάσσιων οργανισμών, διατάραξη του οικοσυστήματος, και ίσως ανοξία. Είναι πιθανόν να υπάρχουν διάφορες παρενέργειες, ανάλογα με την ποσότητα του πετρελαίου που έχει διαρρεύσει. Υπάρχουν και πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις οι οποίες θα προκληθούν αν κάποιοι από τους υδρογονάνθρακες φτάσουν στο θαλάσσιο ρήγμα, δηλαδή στον πυθμένα. Αν γίνει αυτό θα επηρεαστεί το οικοσύστημα του πυθμένα και μέσω αυτού υπάρχει περίπτωση να περάσουν και στην τροφική αλυσίδα», υπογραμμίζει ο κ. Χατζηανέστης.
Με τις φυσικές διαδικασίες καθαρισμού της θάλασσας οι υδρογονάνθρακες διασπώνται ακόμα και αν κανένας δεν κάνει τίποτε, καταλήγει ο κ. Χατζηανέστης. Επομένως, μοιραία θα διασπαστούν τους επόμενους 3-4 μήνες σε ποσοστό περίπου 75%. Ωστόσο, ένα 25% μπορεί να φτάσει στα ιζήματα, όπου οι διαδικασίες φυσικού καθαρισμού δεν λειτουργούν, άρα οι ουσίες αυτές θα παραμείνουν εκεί για πολλά χρόνια, διαταράσσοντας το οικοσύστημα.