Ο διπλωματικός πυρετός ανεβαίνει καθώς φτάνουμε όλο και πιο κοντά στις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Μέσα στα πολλά που κρίνονται είναι και οι θέσεις εργασίας περίπου 2 εκατ. πολιτών που η εργασία τους σχετίζεται με την ΕΕ
Κάθε άλλο παρά απλή διαδικασία αποδεικνύεται πως θα είναι οι διαπραγματεύσεις που θα λάβουν χώρα για το «διαζύγιο» μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Βρετανίας. Σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Στατιστικής στη Βρετανία, η Τερέζα Μέι και οι συνομιλητές της στις Βρυξέλλες, θα πρέπει να λάβουν τις κατάλληλες αποφάσεις, ώστε να διαφυλαχθούν οι θέσεις εργασίας και οι ζωές τουλάχιστον δύο εκατ. ανθρώπων.
Όπως αποκαλύπτει η έκθεση του Γραφείου Στατιστικής, πάνω από δύο εκατ. θέσεις εργασίας σχετίζονται με επενδύσεις που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός εκείνων που καταλαμβάνουν πολίτες ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι ενδεχομένως να μην καλύπτουν τις προϋποθέσεις για την ανανέωση της βίζας τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν σε περίπου δύο χρόνια οι ηγεσίες της Βρετανίας και των Βρυξελλών για το Brexit.
Τα δύο εκατ. στα οποία κάνει αναφορά η Στατιστική Υπηρεσία, αφορούν αποκλειστικά και μόνο Βρετανούς πολίτες, γεγονός που αναδεικνύει το μέγεθος του προβληματισμού και την κρισιμότητα, καθώς και την ευθύνη των συζητήσεων, ενός σχεδίου που βαδίζει πάνω σε αχαρτογράφητα νερά, με απρόβλεπτες συνέπειες σε όλα τα επίπεδα.
Αμέσως μετά τους Βρετανούς, η Στατιστική Υπηρεσία εμφανίζει περίπου 780.000 Αμερικανούς που διαβιώνουν στη Βρετανία, αλλά εργάζονται σε εταιρείες που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ως εκ τούτου, θα βρεθούν αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα.
Στην ίδια λίστα, ακολουθεί η Ολλανδία με 632.000 Ολλανδούς να «κινδυνεύουν», το Λουξεμβούργο με 321.000 θέσεις εργασίας, η Γαλλία με 319.000 θέσεις, ενώ οι Γερμανοί πολίτες που θα επηρεαστούν είναι 271.000.
Εκτός των παραπάνω, μεγάλες εταιρείες από την Ασία είχαν επενδύσει στη βρετανική αγορά ακριβώς γιατί θα αποκτούσαν ελεύθερη πρόσβαση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως εκ τούτου, είναι απρόβλεπτες οι επιπτώσεις, καθώς η κάθε μία εταιρεία θα καθορίσει την περαιτέρω πολιτική της, αν και οι προβληματισμοί έχουν ήδη τεθεί επί τάπητος.