Το «διαζύγιο» μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δρομολογηθεί από καιρό, όμως δείχνει να σκοντάφτει σε ορισμένα «αγκάθια«, όπως ο οικονομικός διακανονισμός. Αξιοσημείωτο θα ήταν να αναφέρουμε, πως πλείστα στελέχη της Ευρώπης ωρύονται, πως η Μ.Βρετανία πρέπει να πληρώσει (τα πάνδεινα), ώστε να εξέλθει της Ένωσηςμ εν είδει... δωροδοκίας.
Την ίδια στιγμή, η απόφαση του Βρετανικού λαού μένει δεσμευτική των όποιων αποφάσεων, στέλνοντας παράλληλα και ένα σαφές μήνυμα προς τα «πουλέν» των Βρυξελλών.
Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση πάνε από το κακό στο χειρότερο. Σε μια συνέντευξη τύπου μετά τη λήξη του πρώτου γύρου συνομιλιών, ο διαπραγματευτής της πλευράς της ΕΕ, Michel Barnier, κατέκρινε τη βρετανική στάση. «Η πρώτη φάση αυτών των διαπραγματεύσεων αφορά τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης», ανέφερε, και συνέχισε δηλώνοντας τη δυσαρέσκεια του για την έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς των Βρετανών.
Ένα από τα σημεία τριβής αφορά τις ανησυχίες αναφορικά με τα δικαιώματα των πολιτών. Πρόσφατα το βρετανικό υπουργείο Εσωτερικών απέστειλε επιστολές σε 100 πολίτες της ΕΕ που ζουν στο ΗΒ ζητώντας τους να εγκαταλείψουν τη χώρα. Καθώς η Βρετανία ακόμα δεν έχει αποχωρίσει από την Ένωση, αυτές οι επιστολές είναι παράνομες. Ταχύτατα το ΥΠΕΣ διόρθωσε το λάθος του, ζήτησε συγνώμη και είπε σε αυτά τα άτομα να πετάξουν τις επιστολές. Όμως σύμφωνα με τον M. Barnier, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει ένα τέτοιο περιστατικό.
«Αυτό που συνέβη επιβάλει να διασφαλίσουμε ότι τα δικαιώματα των πολιτών θα είναι άμεσα εκτελεστά ενώπιον των εθνικών αρχών και υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου», ανέφερε. «Και αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο σήμερα υπάρχουν διαφωνίες», συμπλήρωσε ο Barnier.
Η διαφωνία αυτή υπάρχει σήμερα και ενδεχομένως να υπάρχει και στη συνέχεια. Η λήξη της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι μια από τις "κόκκινες γραμμές" που θέτει η κυβέρνηση της χώρας. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η θέση του Λονδίνου για τους μετανάστες από την ΕΕ είναι αδιαπραγμάτευτη:
Μετά την αποχώρηση μας από την ΕΕ, θα δημιουργήσουμε νέα δικαιώματα μέσω νομοθεσίας, για την αξιολόγηση των πολιτών της Ένωσης που διέμεναν στη Βρετανία πριν το Brexit. Αυτά τα δικαιώματα θα έχουν εφαρμογή στο νομικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου και θα παρέχουν νομική διασφάλιση σε αυτούς τους πολίτες της ΕΕ. Επιπλέον, είμαστε έτοιμοι να λάβουμε δεσμεύσεις στην Συνθήκη Αποχώρησης, ότι αυτά τα άτομα θα τα καλύπτει η διεθνής νομοθεσία. Όμως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν θα έχει δικαιοδοσία στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πάντως τα σχόλια του Michel Barnier είναι καταδικαστικά. Και καταδικάζουν συνολικά το δικαστικό σύστημα της Βρετανίας. Αν τα δικαστήρια στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θεωρούνται άξια εμπιστοσύνης στο ότι θα διασφαλίσουν τα δικαιώματα των μεταναστών από την ΕΕ που διαμένουν στο ΗΒ, δεν θα θεωρούνται αξιόπιστα στο να διασφαλίσουν την επιβολή άλλων νόμων που σχετίζονται με την ΕΕ. Η "προσαρμοσμένη τελωνειακή ένωση" στην οποία η Βρετανία θα είχε ρόλο πύλης για την ΕΕ, μόλις πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων, μαζί με όποια άλλη συμφωνία που περιλαμβάνει την αναγνώριση από πλευράς της ΕΕ νόμων και κανονισμών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στη πραγματικότητα το υπουργείο Εσωτερικών εδώ και κάποιο διάστημα έχει κάνει δύσκολες τις ζωές των μεταναστών από την ΕΕ. Θα μπορούσαμε εύκολα να χαρακτηρίσουμε τα μεμονωμένα περιστατικά ως γκάφες, αλλά το πλήθος των γεγονότων δείχνει σαν μια υπόγεια εκστρατεία που αποσκοπεί να οδηγήσει τους πολίτες της ΕΕ εκτός Βρετανίας και παράλληλα να αποθαρρύνει άλλους από το να έρθουν. Αν πράγματι συμβαίνει, λειτουργεί: Σύμφωνα με τα στοιχεία, η ετήσια μετανάστευση προς το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσίασε μείωση κατά 51.000 άτομα, κυρίως από την αποχώρηση από τη χώρα πολιτών της ΕΕ.
Όμως η άσκηση τέτοιου είδους πιέσεων σε νομοταγή άτομα που διαμένουν στη Βρετανία είναι αισχρή. Μπορεί να μειώνει τα νούμερα των μεταναστευτικών ροών, όμως μειώνει αισθητά το διεθνές παράστημα του Ηνωμένου Βασιλείου. Και πολύ πιθανόν, ήδη να έχει βλάψει στον υπερθετικό βαθμό τις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Οι πιθανότητες για να συμφωνήσει η ΕΕ να έχουν τα βρετανικά δικαστήρια δικαιοδοσία επάνω σε πολίτες της, είναι μηδενικές
Ένα άλλο σημείο τριβής, το οποίο ο Barnier το χαρακτήρισε ως έλλειψη εμπιστοσύνης, αφορά τη στάση της Βρετανίας αναφορικά με την οικονομικό διακανονισμό του Brexit:
Τον Ιούλιο η Βρετανία αναγνώρισε ότι έχει δεσμεύσεις πέραν της ημερομηνίας του Brexit. Όμως αυτή την εβδομάδα το Ηνωμένο Βασίλειο αποσαφήνισε ότι αυτές οι οικονομικές υποχρεώσεις θα περιοριστούν σε μια τελευταία συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, πριν την έξοδο από την Ένωση.
Παράλληλα υπάρχουν υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτες χώρες. Για παράδειγμα:
Μαζί με την ΕΕ, η Βρετανία έχει εγγυηθεί δάνεια μακράς διάρκειας προς την Ουκρανία.
Μέσω των Ευρωπαϊκών αναπτυξιακών προγραμμάτων, υποστηρίζει έργα ανάπτυξης σε χώρες της Αφρικής και της Καραϊβικής.
Πλέον είναι εμφανές ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν νοιώθει να δεσμεύεται νομικά, ώστε να τιμήσει αυτές τις δεσμεύσεις του αφού αποχωρίσει από την ΕΕ
Επίσης, η Βρετανία δεσμεύεται να υποστηρίξει την καινοτόμο επιχειρηματικότητα και την πράσινη ανάπτυξη στην Ευρώπη ως το 2020. Και αυτά πλέον δεν αναγνωρίζονται από το ΗΒ ως νομικές του υποχρεώσεις
Όταν κυριαρχεί τέτοια αβεβαιότητα, πως είναι δυνατόν να οικοδομηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και να ξεκινήσουν οι συζητήσεις για τη μελλοντική σχέση; Πραγματικά φαντάζει δύσκολο. Το ΗΒ μοιάζει σαν να έχει χωθεί σε μια τρύπα και αυτό δεν δείχνει καλό.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο David Davis, ο αρμόδιος υπουργός για το Brexit, έχει να επιτελέσει ένα σχεδόν ακατόρθωτο έργο. Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί του Brexit τον έχουν υπό στενό κλοιό: Ο John Redwood μιλώντας στο BBC, αρνήθηκε ότι το ΗΒ έχει νομικές υποχρεώσεις να πληρώσει για το οτιδήποτε την ΕΕ, ενώ ο Jacob Rees-Mogg επέμενε ότι η Βρετανική κυβέρνηση έχει καθήκον να αρνηθεί οποιαδήποτε συμφωνία σχετική με τις οικονομικές απαιτήσεις της ΕΕ. Ο κατευνασμός των σκληροπυρηνικών υπέρ του Brexit είναι καθοριστικής σημασίας για την παραμονή των Συντηρητικών στην εξουσία. Όμως το να παραμείνουν αυτοί ευτυχείς, είναι κάτι διαμετρικά αντίθετο με την όποια οικονομική συμφωνία με την ΕΕ. Οπότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Davis κωλυσιεργεί τις διαπραγματεύσεις.
Όμως τα σχόλια Barnier και η Βρετανική αντίδραση, ηχούν πολύ οικεία. Θυμίζουν το 2015, όταν η Ελλάδα προσπάθησε να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους του προγράμματος της διάσωσης της και οι διαπραγματευτές της ΕΕ επαναλάμβαναν ότι υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης. Δηλαδή να υπάρξει πλήρης εφαρμογή των υπαρχόντων όρων του προγράμματος. Ακούγοντας τον κύριο Barnier να αναφέρει την ανάγκη εμπιστοσύνης, ήταν σαν να ακούγαμε ξανά εκείνες τις φωνές. Οι δαγκάνες της ελληνικής παγίδας έχουν ανοίξει και οι Βρετανοί διαπραγματευτές οδεύουν κατευθείαν προς αυτή.
Αξίζει να θυμηθούμε το πλαίσιο των ελληνικών διαπραγματεύσεων. Ο ΥΠΟΙΚ Γιάνης Βαρουφάκης σχεδίαζε τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων 1,5% επ’ άπειρον, την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων που θα ενθάρρυναν τις επενδύσεις, την διόρθωση στρεβλώσεων και την βελτίωση του εισπρακτικού συστήματος της φορολογίας. Ο ίδιος είχε διαμαρτυρηθεί για τις μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι οποίες είχαν επιβληθεί υπό την αιγίδα του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν, χαρακτηρίζοντας τις ως μη ικανοποιητικές, την ώρα που αυτός ήθελε πιο εκτεταμένες και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Και ήθελε "bail in" από τους πιστωτές της χώρας, αντικαθιστώντας το υπάρχον χρέος με ομόλογα συνδεδεμένα με το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν πριν η χώρα γυρίσει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης- μια κίνηση που θα ανάγκαζε τους πιστωτές της χώρας να έχουν άμεσο συμφέρον για επιστροφή των ελλήνων στην ανάκαμψη.
Για όσους παρακολούθησαν αυτή την ιστορία, αυτό δεν φάνηκε παράλογο- ή τουλάχιστον πιο λογικό από τα επιχειρήματα του ΗΒ. Όμως οι ιδέες του δεν έγιναν δεκτές από τους πιστωτές, οι οποίοι επέμεναν να υλοποιήσει τους όρους του υφιστάμενου προγράμματος. Αυτό ήταν σκληρό και πολλοί πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα έπρεπε να εξετάσουν τις προτάσεις του. Όμως το πρόβλημα των κυβερνήσεων δεν ήταν μόνο οικονομικό. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν εμπιστευόντουσαν τους Έλληνες.
Αυτό ήταν το εμπόδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε μια νέα συμφωνία με την οποία η ΕΕ θα τον εμπιστευόταν ότι θα τηρούσε τις υποσχέσεις του. Η ΕΕ ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδείξει την αξιοπιστία του, ολοκληρώνοντας το πρόγραμμα διάσωσης του 2012.
Βέβαια, είναι προφανές ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Το ΗΒ δεν είναι μια χρεωμένη χώρα που προσπαθεί να ξεγλιστρήσει από τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών. Όμως στα μάτια της ΕΕ, η Βρετανία προσπαθεί να ξεγλιστρήσει από τις οικονομικές της υποχρεώσεις και να μεταφέρει αυτές τις δεσμεύσεις στις πλάτες των πολιτών των άλλων χωρών της Ένωσης. Και υπό αυτή την αίρεση, οι ομοιότητες με την Ελλάδα είναι τουλάχιστον ενοχλητικές.
Τι θα ήταν ισοδύναμο για το ΗΒ, σε σχέση με την απαίτηση του Eurogroup από την Ελλάδα, για δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μέσω της πλήρους υλοποίησης των όρων του προγράμματος του 2012; Κατά την άποψη μου, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει η Βρετανία είναι να συμφωνήσει με την ΕΕ για το θέμα της οικονομικής συμφωνίας και των δικαιωμάτων των μεταναστών. Δεν θα πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση για κανένα άλλο ζήτημα, μέχρι να διευθετηθούν αυτά.