
Για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φέρνοντας μαζί του μια σειρά συμφωνιών που αποσκοπούν στην αποκατάσταση των τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο μελών του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου – της Τουρκίας και των ΗΠΑ.
Η σημερινή συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να ανοίξει τον δρόμο για την Τουρκία να αγοράσει… τα πάντα, από μαχητικά αεροσκάφη της Lockheed Martin και αεροπλάνα της Boeing έως υγροποιημένο φυσικό αέριο αξίας άνω των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους, οι οποίοι ζήτησαν να μην κατονομαστεί η ταυτότητά τους, καθώς οι συμφωνίες δεν έχουν οριστικοποιηθεί.
Ο Ερντογάν θεωρεί τη συνάντηση αυτή ως μια ευκαιρία να επαναφέρει τις σχέσεις που έχουν κλονιστεί από τις αγορές ρωσικών όπλων, τις διπλωματικές διαμάχες και τα εκατέρωθεν δασμολογικά μέτρα. Η Τουρκία εξακολουθεί να εξαρτάται από τη στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ για να διατηρήσει την περιφερειακή της επιρροή, και οι επενδυτές θεωρούν τον ρόλο της σε μια δυτική συμμαχία κρίσιμο για την ανάπτυξη της μεγαλύτερης οικονομίας της Μέσης Ανατολής. Οι προσδοκίες για μια αναθέρμανση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον ενίσχυσαν τις τουρκικές αγορές, με το δημόσιο χρέος και τις μετοχές να ενισχύονται από την ανακοίνωση της επίσκεψης στον Λευκό Οίκο από τον Τραμπ την περασμένη εβδομάδα.
«Ο Ερντογάν θέλει να αξιοποιήσει την προεδρία Τραμπ για να αναδιαμορφώσει και να βελτιώσει τις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, με έμφαση στη βελτίωση των αμυντικών δεσμών», δήλωσε ο Εμρέ Πέκερ, διευθυντής της Eurasia Group Europe με έδρα το Λονδίνο. «Οι συμφωνίες στον τομέα της ενέργειας και της άμυνας που επιδιώκει ο Ερντογάν αποτελούν βασικούς πυλώνες μιας αμοιβαία επωφελούς, συναλλακτικής σχέσης που θα προσελκύσει επίσης το ενδιαφέρον του Τραμπ για τη σύναψη συμφωνιών».
Οι δύο ηγέτες έχουν διανύσει μεγάλη απόσταση από τη δύσκολη συνάντησή τους στο Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο του 2019. Αφού ο Τραμπ δεσμεύτηκε νωρίτερα εκείνο το έτος να αποσύρει τα στρατεύματα από τη Συρία, η Τουρκία ξεκίνησε μια στρατιωτική εισβολή εναντίον των κουρδικών δυνάμεων που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, ωθώντας την Ουάσιγκτον να επιβάλει κυρώσεις σε αρκετούς Τούρκους υπουργούς.
Η συμμαχία απέφυγε οριακά την κατάρρευση όταν ο τότε αντιπρόεδρος Μάικ Πενς μεσολάβησε για μια παύση των εχθροπραξιών, επιτρέποντας στις δυνάμεις που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ να απομακρυνθούν από την τουρκική γραμμή πυρός.