
Την πεποίθησή του πως η Γερμανία όπως και συνολικά η Ευρώπη θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού εξέφρασε ο πρόεδρος της γερμανικής Βουλής, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, πολλά θα είναι διαφορετικά από πριν. «Η μεγαλύτερη ανησυχία μου είναι ότι πιστεύουμε ότι όλα θα συνεχιστούν έτσι απλά, ότι επρόκειτο για ένα σύντομο ατύχημα και θα συνεχίσουμε ακριβώς όπως ήταν όλα πριν. Η μεγαλύτερη ελπίδα μου είναι να χρησιμοποιήσουμε πραγματικά την εμπειρία αυτής της πανδημίας για να αναρωτηθούμε, ο καθένας ξεχωριστά για το άτομό του αλλά και για τον κόσμο συνολικά, σε τι είχαμε υπερβάλει στο παρελθόν; Τι μπορούμε να κάνουμε καλύτερα για το μέλλον;», αναρωτήθηκε αρχικά.
Συνεχίζοντας, εξέφρασε την ελπίδα του: «Ελπίζω να ενισχύσουμε την κοινωνική μας συνοχή, η οποία αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Υπενθυμίζω την αυθόρμητη βοήθεια στη γειτονιά. Εάν παραμείνει μεγάλο μέρος από αυτήν, τότε θα μπορέσουμε να πούμε: ήταν μια τρομερή κρίση, αλλά μας βοήθησε επίσης να προχωρήσουμε και σε πολλά».
Σε ερώτηση εάν η Γερμανία και η Ευρώπη θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση, ο Βόλγφκανγκ Σόιμπλε απάντησε: «Ελπίζω ότι η Ευρώπη θα γίνει τώρα πραγματικά πιο ικανή να δρα και πιο ενωμένη. Θα τα καταφέρουμε. Αλλά όταν θα τα έχουμε καταφέρει πολλά θα είναι αρκετά διαφορετικά από ό,τι ήταν πριν. Ένα θετικό είναι ότι μπορούμε τώρα να αλλάξουμε πράγματα που θα θέλαμε ευχαρίστως να αλλάξουμε στο παρελθόν, αλλά δεν μπορούσαμε ή δεν θέλαμε να αλλάξουμε. Εκεί βρίσκεται η ευκαιρία».
Ο Γερμανός πολιτικός πρόσθεσε, επίσης, ότι «στην αρχή της κρίσης εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι οι πολίτες από τη μία πλευρά δεν αντέδρασαν με πανικό σε απροσδόκητο βαθμό και από την άλλη πλευρά αποδέχθηκαν με μεγάλη προθυμία πολλά κυβερνητικά μέτρα προστασίας».
Εξέφρασε και την εκτίμησή του σε όλους όσοι δέχθηκαν στερήσεις λόγω των περιοριστικών μέτρων πρόληψης κατά του ιού COVID-10: «Σκεφτείτε πόσοι άντεξαν δύσκολους ανθρώπινους περιορισμούς. Σκεφτείτε τους πολλούς πολίτες που δεν μπορούσαν καν να επισκεφθούν τους ηλικιωμένους, οι οποίοι θα μπορούσαν να πέθαιναν, που δεν μπορούσαν πλέον να παραστούν στην κηδεία τους με τους οικείους τους. Αυτός ο πόνος ήταν τρομερός, αλλά οι περιορισμοί ήταν σωστοί στην κατάσταση αυτή».
Αναφερόμενος στη δημόσια συζήτηση για την πολιτική όσον αφορά στον κορωνοϊό τόνισε πως θα πρέπει να γίνει: «'Όσο το δυνατόν νωρίτερα και όσο πιο εντατικά γίνεται. Μια κατάσταση για την οποία όλοι συμφωνούν δεν είναι επιθυμητή για τη δημοκρατία μακροπρόθεσμα. Η ελευθερία της έκφρασης έχει νόημα μόνο εάν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις».
Μίλησε και για τις διαδηλώσεις ενάντια στα μέτρα για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, καταλήγοντας: «Δεν οφείλει κανείς να συμφωνεί με εξτρεμιστές ή θεωρητικούς της συνωμοσίας. Παρ’ όλα αυτά, υπερασπίστηκα πάντα τις διαδηλώσεις, αλλά μόνον επειδή δεν μπορείς να προστατευτείς από τα χειροκροτήματα της λάθος πλευράς, δεν χρειάζεται να αρνείσαι τις διαδηλώσεις. Ο ανοιχτός διάλογος αντέχει και τις ανοησίες».