Αγιώτατε Πάπα της Πρεσβυτέρας Ρώμης κ. Φραγκίσκο,
Καλώς ήλθατε στην Κύπρο μας, «στὴν Νῆσο τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων»!
Καλώς ήλθατε στην πρώτη εξ Εθνών Εκκλησία, που ίδρυσαν ο «Κύπριος τῷ γένει, Βαρνάβας, υἱὸς παρακλήσεως» (Πρ. δ΄,36), ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος και ο συνοδός αυτών, Ευαγγελιστής Μάρκος.
Καλώς ήλθατε στα ιερά χώματα της αποστολικής μας Εκκλησίας, η οποία ιδρύθηκε με την παρέμβαση του Αγίου Πνεύματος. Η εντολή του Αγίου Πνεύματος ήταν να απευθυνθούν και προς τα Έθνη. Έτσι, όταν οι Απόστολοι μετέβησαν στην Πάφο, εκεί τους κάλεσε ο Ρωμαίος Ανθύπατος Σέργιος Παύλος, «ἀνήρ συνετός», κατά τον Λουκά, «ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιγ΄ 7), ο οποίος «ἐπίστευσεν ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου».
Μέσα μας, Αγιώτατε, αισθανόμαστε μια εκκλησιαστική εγκαύχηση δια το γεγονός ότι οι χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης ευρίσκονται στην Κύπρο, και εντεύθεν εξεπήγασαν οι πνευματικές της πηγές. Γι’ αυτό και δικαίως η Κύπρος θεωρείται ως η «Πύλη τοῦ Χριστιανισμοῦ πρὸς τὸν κόσμο τῶν Ἐθνῶν».
Από το 45 μ.Χ. Αγιώτατε, που ήλθαν οι Απόστολοι στο νησί μας και δίδαξαν τον Χριστιανισμό, η Εκκλησία της Κύπρου μέχρι σήμερα, έχει μία διαχρονική και καρποφόρα χριστιανική πορεία. Μέσα σ΄ αυτήν τη μακροχρόνια διαδρομή της, γνώρισε πολλούς κατακτητές, διήλθε «διά πυρός και ύδατος», αλλά συνεχίζει να δίδει την ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία της, εκπληρώνουσα τη θεήλατη αυτής αποστολή.
Για την Εκκλησία της Κύπρου ίσχυσεν και ισχύει ο λόγος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γάρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει»[1].
Αλλά, δυστυχώς, από το 1974 μέχρι σήμερα, η Κύπρος μας, και η Εκκλησία της, διέρχονται την πιο δύσκολη ιστορική τους καμπή.
Η Τουρκία μάς επετέθη βάρβαρα και κατέκτησε με τη δύναμη των όπλων το 38% του πατρίου εδάφους μας, τους δε χριστιανούς κατοίκους αυτής λόγχῃ καὶ πυρὶ ἄλλους μὲν ἀπέκτεινεν, ἅπαντας δὲ ἐξεδίωξεν ἐκ τῶν πατρογονικῶν αὐτῶν ἑστιῶν. Τὰ δὲ ἁγιαστήρια τοῦ Κυρίου μας «ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ, καὶ ἐβεβήλωσαν εἰς τὴν γῆν τὰ σκηνώματα τοῦ παναγίου ὀνόματός Του»[2].
Έκτοτε εφαρμόζει και στην Κύπρο μας ένα σχέδιο εθνικού ξεκαθαρίσματος. Τις 200 χιλιάδες των χριστιανών κατοίκων που εξεδίωξε από τις πατρογονικές τους εστίες με απίστευτη βαρβαρότητα, αντικατέστησε με υπερδιπλάσιους εποίκους, τους οποίους μετέφερε από τα βάθη της Ανατολίας, καταστρέφουσα, έτσι, τον από τα βάθη του αιώνων διαμορφωθέντα κλασικό μας πολιτισμό. Τον πολιτισμό αυτόν μπροστά στον οποίο, κατά τον δεύτερο προ Χριστού αιώνα, οι Ρωμαίοι στάθηκαν με δέος και θαυμασμό, και όχι μόνο τον σεβάστηκαν αλλά και τον αφομοίωσαν και δημιούργησαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, πάνω στον οποίο εδράστηκε ο μετ’ έπειτα πολιτισμός της Ευρώπης.
Επιπρόσθετα, τους ιστορικούς βυζαντινούς μας ναούς με τα διαχρονικά και ανεκτίμητης εκκλησιαστικής σημασίας βυζαντινά τους ψηφιδωτά, και τις μυσταγωγικές τους αγιογραφίες, που συνιστούν το υψηλό πολιτισμικό μας επίπεδο, σύλησαν οι ιερόσυλοι με απίστευτη και πρωτοφανή βαρβαρότητα. Και με βάση τα αποτρόπαια σχέδιά τους άλλαξαν όλα τα ιστορικά μας τοπωνύμια, ώστε τίποτε το ελληνικό ή χριστιανικό να μην υπάρχει. Εκεί που άνθισε και καρποφορούσε πλουσίως ο ελληνικός και χριστιανικός μας πολιτισμός, τώρα, επί μισό σχεδόν αιώνα, τα σκεπάζει όλα το πνευματικό έρεβος της Ασιατικής στέπας. Συνεπώς, όχι μόνο μιμήθηκαν την αιμοδιψή βαρβαρότητα του Ουννικού Αττίλα, αλλά και τον ξεπέρασαν.
Πάπας Φραγκίσκος: Κυπριακό και μεταναστευτικό μονοπώλησαν την ομιλία του στην μεγαλόνησο
Στον εθνικό και εκκλησιαστικό αυτό Γολγοθά, τον οποίο επί 47 χρόνια διερχόμαστε, Αγιώτατε, ημείς ως εκκλησιαστική ηγεσία και ο πολυβασανισμένος λαός μας, στρέφουμε τα όμματα της ψυχής μας προς τον Κύριο της Δικαιοσύνης, πεποιθότες ότι «ἠγάπησε δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησε ἀνομίαν»[3] και ταπεινά ψελλίζουμε μαζί με τον ιερό ψαλμωδό: «κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν ἔξωσον αὐτούς, ὅτι παρεπίκρανάν σε, Κύριε. καὶ εὐφρανθείησαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σέ∙ εἰς τὸν αἰῶνα ἀγαλλιάσονται»[4].
Στον ιερό και δίκαιο αυτό αγώνα μας, Αγιώτατε, τον οποίο ο πάσχων λαός μας διεξάγει με την καθοδήγηση της πολιτικής και εκκλησιαστικής του Ηγεσίας, θέλουμε να έχουμε και την ιδική Σας ενεργό συμπαράσταση. Στο παρελθόν είχαμε τη δυνατότητα να εκφράσουμε την ίδια παράκληση και προς τον Πάπα Βενέδικτο, ο οποίος, όντως, μεσολάβησε προς τη Γερμανική Κυβέρνηση και μπορέσαμε να φέρουμε πίσω 500 σπαράγματα του Βυζαντινού μας πολιτισμού, τα οποία οι Τούρκοι αρχαιοκάπηλοι μετέφεραν στο Μόναχο. Προσβλέπουμε και στη δική Σας βοήθεια, Αγιώτατε, για περιφρούρηση και σεβασμό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και για κατίσχυση των διαχρονικών αξιών του χριστιανικού μας πολιτισμού, οι οποίες σήμερον καταπατούνται βάναυσα από την Τουρκία.
Εμείς, ως Εκκλησία Κύπρου, ακολουθούντες πιστά το πνεύμα της αγάπης του Ιησού Χριστού, έχουμε άριστες σχέσεις με όλες τις Εκκλησίες και επιδιώκουμε τον Διάλογο με όλους. Επικροτούμε τον αρξάμενο διάλογο μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και προσευχόμαστε για την επιτυχία του. Ο λόγος του Χριστού «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ιω.10,16) αποτελεί για μας τον άξονα των εκκλησιαστικών μας οραματισμών, οι οποίοι είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν μόνο μέσω της αγάπης και του ειλικρινούς διαλόγου.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια αρχίσαμε διάλογο, πριν από κάποια χρόνια, ακόμη και με τους Μουσουλμάνους της Μέσης Ανατολής. Δυστυχώς η όξυνση των παθών που καλλιέργησαν ακραία στοιχεία δεν επέτρεψαν τη συνέχιση του διαλόγου, πλην μιας που έγινε στη Συρία.
Εμείς, όμως, πιστεύουμε ακράδαντα στην ειρηνική επίλυση των διαφορών μας, είτε αυτές είναι εθνικές είτε είναι θρησκευτικές. Και η ορθή οδός είναι μόνο μέσω ενός πραγματικά ειλικρινούς διαλόγου.
Αγιώτατε,
Ως Προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου, διερμηνεύουμε τη συγκίνηση και τη χαρά σύμπαντος του χριστιανικού πληρώματος της καθ’ ημάς Εκκλησίας, διότι έχουμε τη εν Κυρίῳ τιμή να έχουμε εν τω μέσω της αγάπης μας Εσάς και την τιμία Συνοδία Σας.
Επιθυμούμε, ακόμη, εγκαρδίως, να Σας απευθύνουμε εκ μέρους των Μελών της Ιεράς Συνόδου, του χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας μας και εμού προσωπικώς, το «ὡς εὖ παρέστητε», στη «Νῆσον τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων», ευχόμενοι διαπύρως την εν Κυρίω πνευματική Σας καρποφορία και την «πεπληρωμένην χαράν»[5], που δίδει ο Κύριος «πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ»[6].
[1] Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ἐγκώμιον εἰς τοὺς Ἁγίους Πάντας, Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 26, 714Α.
[2] Πρβ. Ψαλμ. 73,7
[3] Ψαλμ. 44,8
[4] Ψαλμ. 5, 11-12
[5] Ιωάν. 17,13
[6] Τιμ. Β΄ 4,8