Τέτοιες μέρες, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ο Αρης Σερβετάλης, ο καλύτερος με διαφορά ηθοποιός της γενιάς του, γιορτάζει τα γενέθλιά του. Οχι ότι τον πολυνοιάζει, αφού δεν υπήρξε ποτέ το παιδάκι που εντυπωσιαζόταν με τις τούρτες ή ο έφηβος που περιμένει εναγωνίως τα ατελείωτα πάρτυ για να δει τους φίλους τους.
Για εκείνον σημασία είχαν πάντα οι λίγοι και οι εκλεκτοί, οι ανώνυμοι καλεσμένοι στο πάρτυ που δεν θα δώσει ποτέ ή, μάλλον, αυτοί που θα επιλέξουν από τον θόρυβο τη σιωπή και θα καταλάβουν πότε πρέπει να δώσουν το κατάλληλο δώρο.
Περίπου δηλαδή σαν τους μαθητές του Ιησού, οι οποίοι διαχωρίζονταν από το θορυβώδες πλήθος δίνοντας το στίγμα μιας εσωτερικής επισκόπησης στην οποία είναι αφοσιωμένος ο γνωστός ηθοποιός ψυχή τε και σώματι τα τελευταία χρόνια. Στις ελάχιστες συνεντεύξεις του, τις οποίες σημειωτέον απεχθάνεται περισσότερο και απ’ ό,τι οι άθεοι τη Θεία Λειτουργία, επιμένει πως ο καλύτερος ψυχαναλυτής είναι για εκείνον ο πνευματικός του, τον οποίο συμβουλεύεται ανελλιπώς και πως η ζωή του άλλαξε όταν ανακάλυψε τον Θεό.
Η εποχή που στράφηκε προς τα μέσα και προς το Θείο ήταν τότε που όλοι διέκριναν πάνω του τον διάσημο Αρη ή, μάλλον για την ακρίβεια, τον Λάζαρο, εκείνο τον περίεργο τύπο κουρεμένο μοϊκάνα που τριγυρνούσε παντού παρέα με ένα ιγκουάνα αναζητώντας εναγωνίως το ιδανικό του ταίρι.
Στον ρόλο του Λάζαρου στο «Είσαι το ταίρι μου» με το μαλλί μοϊκάνα και το ιγκουάνα στην αγκαλιά του
Γιατί η αλήθεια είναι πως ο ρόλος του Αρη Σερβέταλη στο «Είσαι το ταίρι μου» τον έφερε πολύ νωρίς στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, ωστόσο του προκάλεσε μεγάλο σοκ αναγκάζοντάς τον να αλλάξει γραμμή πλεύσης: αποσύρθηκε από τα φώτα και τράβηξε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο, αυτόν της Εκκλησίας, αλλά με τον δικό του εσωτερικό τρόπο, που τον κάνει να μοιάζει μάλλον με ήρωα του Ντοστογιέφσκι παρά με φανατικό πιστό.
Γι’ αυτό και τις μέρες των εορτών, στα διαλείμματα του έργου όπου πρωταγωνιστεί, δηλαδή της «Οπερέττας», σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, το πιθανότερο είναι να τον συναντήσει κανείς σε κάποια απόμερη εκκλησία παρά σε θορυβώδη στέκια. Αλλωστε ο Σερβετάλης διατρανώνει εδώ και χρόνια τα χριστιανικά του πιστεύω επιμένοντας πως η Ορθοδοξία «είναι αναρχική θρησκεία», πως ο πρώτος μέγας ανατροπέας είναι ο Χριστός και πως όλα αυτά που ζούμε είναι μάταια εφόσον δεν βρούμε την εσωτερική πυξίδα που οδηγεί στην αυτογνωσία, στην ταπεινότητα και στο Θείο.
«Ολα έγιναν μετά το “Είσαι το ταίρι μου”», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Down Town». «Δεν είχε σχέση με το σίριαλ, είχε σχέση με μένα. Είχα φτάσει στον πάτο. Αλλά και πάλι αυτά είναι αποκαλυπτικά και δεν εξηγούνται. Επρεπε να πάρω τις αποστάσεις μου από όλη αυτή την επιτυχία, αλλιώς θα έχανα τον εαυτό μου».
Σε αντίθεση όμως με τους συντηρητικούς πιστούς, ο Σερβετάλης ανακαλύπτει στην Ορθοδοξία την ανατρεπτική και σαρωτική δύναμη που είχε τα πρώτα χρόνια της επικράτησής της, προτού δηλαδή συνδεθεί με μητροπολίτες, επισημότητες και άμφια, όταν αφορούσε έναν συγκεκριμένο αναχωρητικό τρόπο ζωής με την ανάλογη εσωτερικότητα.
Μετά την επιτυχία στην τηλεοπτική σειρά «Είσαι το ταίρι μου» αποσύρθηκε και έπιασε δουλειά σαν μαραγκός σε μάντρα στο Ελληνικό
Αυτή δηλαδή που πρεσβεύει χρόνια τώρα ο γνωστός ηθοποιός, τον οποίο θα δεις συχνά να περιφέρεται στο κέντρο της Αθήνας -σχεδόν πάντα με τα πόδια και σπάνια με αυτοκίνητο ή μηχανή- κοιτώντας μονίμως μπροστά και ποτέ τριγύρω, αποφεύγοντας τα περίεργα βλέμματα και λανσάροντας τα γνωστά κοντά και φαρδιά παντελόνια και τα μεγάλων διαστάσεων -πάντα δύο νούμερα μεγαλύτερα- παπούτσια.
Ή να κάνει πάντα τις ίδιες κινήσεις, όπως ο ήρωας από τον «Σωσία» όπου πρωταγωνιστούσε πριν από τρία χρόνια, να φοράει παράξενες κάλτσες και να τρώει 30 πορτοκάλια καθημερινά (το έχει κάνει κι αυτό και έχει πάθει υπερβιταμίνωση!). Αλλωστε κάπως έτσι είναι και η επαφή του με τη θρησκεία, τα σπορ ή την τέχνη: απόλυτη. Τα δίνει όλα. Τα ημίμετρα είναι μάλλον για τους κανονικούς, αυτούς που δεν θα καταλάβουν ποτέ πώς ακριβώς σκέφτεται ένας νεαρός στα οδοφράγματα ή ένας καλόγερος που θα κάνει 250 μετάνοιες την ημέρα.
Για τον Σερβετάλη, όμως, το απόλυτο μέτρο το δίνει οτιδήποτε ξεπερνά τα στεγανά της κανονικότητας. Οπως δήλωσε στη συνέντευξή του σε πρόσφατο τεύχος του «Down Town»: «Πιστεύω. Κοίταξε, πηγαίνω στην εκκλησία σχεδόν κάθε Κυριακή, όταν μπορώ τουλάχιστον. Δεν είναι θέμα θρησκείας ή θρησκοληψίας, είναι θέμα πίστης.
Και για να γίνει αυτό, πρέπει να μηδενιστείς και να φτάσεις στον πάτο για να ξανασηκωθείς», αποκαλύπτει χαρακτηριστικά, δηλώνοντας πως μικρός δεν πίστευε γιατί ήταν μηδενιστής. Βέβαια με τον συγκεκριμένο όρο μάλλον εννοεί κάτι ανάμεσα σε πρωταγωνιστή από τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, δηλαδή έναν γοητευτικό Σταυρόγκιν, και τον απροσάρμοστο κεντρικό ήρωα από τον «Φύλακα στη σίκαλη» - δύο σε ένα, ταυτόχρονα ταπεινός, αναρχικός και αποσυνάγωγος.
Από την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Κινέττα»
Οπως τότε που σύχναζε από πολύ νεαρή ηλικία σε παράξενα υπόγεια κλαμπ ως γέννημα θρέμμα Αθηναίος παριστάνοντας τον πανκ και κάνοντας παρέα με φαινομενικά κανονικούς ανθρώπους που αποδεικνύονταν κρυφοκατατονικοί, τρελοί ή απλώς πρωτότυπα σκεπτόμενοι. Μια τέτοια φίλη τον έπεισε να δώσει εξετάσεις στο υπουργείο Πολιτισμού και να δοκιμάσει την τύχη του στην υποκριτική, κάτι που φυσικά ούτε είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του.
Ούτε το σχολείο όμως τον ενδιέφερε - άσε που οι δάσκαλοι του φαίνονταν αρκετά καταπιεστικοί. Το μόνο που τον ένοιαζε κάπως ήταν η έκθεση. Αλλά βρήκε τόσο απαράδεκτο το θέμα στις Πανελλήνιες που αποφάσισε να δώσει την κόλλα έχοντας γράψει μονάχα τον πρόλογο - σαν τα προσχέδια μανιφέστα που θα του άρεσαν αργότερα.
Το μόνο που του φαινόταν κάπως ενδιαφέρον ήταν να αλητεύει και η μόνη σχέση που είχε με τη σύνεση ήταν τα λεφτά που φρόντισε να βάλει στην άκρη για να αγοράσει μηχανή: μια Honda XLR 250, την οποία απέκτησε δουλεύοντας ως αποθηκάριος σε μαγαζί με ηλεκτρικά είδη. Και δεν ήταν η πρώτη δουλειά: είχε εργαστεί για ένα διάστημα σε περίπτερο στη Βουλιαγμένη, αγαπημένο μέρος από τότε που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα με τη γιαγιά και τον παππού - οι κλασικές έξοδοι των Αθηναίων μαζί με τα κοψίδια στα Βλάχικα. Σήμα κατατεθέν της περιοχής το «Aqua Marina», με τον αυτοσχέδιο καφέ στο φλιτζάνι, το ουίσκι στο ποτήρι και τα παγάκια χώρια.
Από τηλεοπτικός αστέρας ξυλουργός!
Ολα αυτά όμως έγιναν απλώς λεπτομέρειες όταν ο Αρης Σερβετάλης ανακάλυψε την υποκριτική - και μαζί με αυτή τη δύναμη που είχε κρυμμένη μέσα του και δεν εκφραζόταν παρά σε ξεσπάσματα μέσα από τη μουσική. Αφοσιώθηκε στη σχολή και για να πληρώσει τα δίδακτρα προσφέρθηκε να καθαρίζει: σφουγγάρισμα, τζάμια, είσοδο, σκάλες, τα πάντα. Ακόμα και τον κήπο - ήταν ίσως καλύτερος και από τις επαγγελματίες καθαρίστριες εκτελώντας άψογα τα καθήκοντά του. Παράλληλα έκανε υπομονή μέχρι να βρει τον θεατρικό ρόλο που θα του ταίριαζε και αυτό δεν άργησε να συμβεί με το πολυσυζητημένο τότε και άκρως πετυχημένο «Ουπς» -βασισμένο στα κόμικς- σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
Από εκεί τον ψάρεψε κάποιος και του έδωσε τον ρόλο του Λάζαρου στο «Είσαι το ταίρι μου», αναγκάζοντάς τον να γνωρίσει τον κόσμο της δημοσιότητας από πολύ νωρίς. Και δεν του άρεσε. Για ένα αγόρι που δυσκολεύεται με τη «συνάφεια του κόσμου», όπως θα έλεγε ο ποιητής, το όνειρο του καθενός για τον ίδιο έγινε εφιάλτης: ταλαιπωρήθηκε με τις διαρκείς χαιρετούρες, τις εφήμερες σχέσεις, την αναγνωρισιμότητα. Δεν ήθελε καμία άλλη πετυχημένη σειρά, ούτε θέατρο. Το μόνο που επιθυμούσε για λίγο ήταν απλώς να ξεχαστεί.
Και όπως οι αγαπημένοι του αναχωρητές, αποσύρθηκε στο σπίτι του. Για να εξασφαλίσει μάλιστα τα προς το ζην προτίμησε να επιστρέψει σε ένα επάγγελμα που ήξερε από μικρός, αφού ο πατέρας του ήταν μαραγκός. Επιασε δουλειά σε μια μάντρα στο Ελληνικό όπου φυλάσσονται και συντηρούνται σκάφη επιδιορθώνοντας τα ξύλινα καταστρώματα! Κάτι ανάλογο δηλαδή με τον μαραγκό Ιησού, που μέσα από την τεχνική του ξύλου κατέκτησε την αυτογνωσία.
Οταν επανήλθε είχε ανανήψει και φροντίσει να βρει το ιδανικό ενδιάμεσο ανάμεσα στην τηλεόραση και το θέατρο. Ο Γιώργος Λάνθιμος, τον οποίο γνώρισε από τη συμμετοχή και τον θρυλικό ρόλο του στην πρώτη ταινία του σκηνοθέτη, την «Κινέττα», του ταίριαζε γάντι: δημιουργούσε πλάνα χωρίς να εξηγεί, δίνοντας τον πρώτο ρόλο στον χώρο και τη σωματικότητα. Για έναν ηθοποιό που δεν βασίζεται μόνο στην υποκριτική αλλά στη μεταμόρφωση του χώρου αυτό ήταν θαύμα.
Ο Αρης Σερβετάλης δεν έγινε τυχαία ο πιο εκφραστικός και χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής του Λάνθιμου, πολύ ταιριαστός με το δικό του όραμα για ένα παράδοξο και αλλόκοτο σινεμά που θα περνούσε τα σύνορα. Οχι τυχαία, την πιο ωραία συνέντευξη -και ίσως την πιο ειλικρινή- ο Σερβετάλης την έχει δώσει στον βραβευμένο σεναριογράφο του Λάνθιμου, Ευθύμη Φιλίππου, στο έντυπο της «Lifo»: «Ξεκίνησα την ξυλουργική από μικρός, γιατί ο πατέρας μου είναι μαραγκός. Το αγαπημένο μου ξύλο είναι η ελιά γιατί κάνει ωραία νερά, κάπως καφέ και πιο ανοιχτά, διάφορα. Ποτέ δεν άκουγα ιδιαίτερα μουσική. Κασετόφωνο πήρα στα 15.
Αν ήξερα ένα όργανο μουσικό, θα ήθελα να ήταν το μπάσο. Μου αρέσει πολύ όταν βλέπω στις συναυλίες να γίνεται πάνω στη σκηνή της πουτάνας και ο μπασίστας απλώς στέκεται ακίνητος, σκυφτός πάνω απ’ το μπάσο και κάνει μπουπ, μπουμ, μπουπ, μπουμ. Εχω κάνει διάφορα κουρέματα, δηλαδή τα μαλλιά μου παλιά ήτανε μακριά και μετά τα ξύριζα ή τα έβαφα μπλε, κόκκινα, κίτρινα ή και τα τρία μαζί. Μιλάω σιγά».
Με τη γυναίκα του Εφη Μπίρμπα και τον σκύλο τους σε έξοδό τους στο κέντρο της Αθήνας
Ο ηθοποιός που έκανε τα δύσκολα έργα τρέντι
Δύσκολα ξεχνιέται η σκηνή από την «Κινέττα» όπου ο Σερβετάλης περιφέρεται ανάμεσα σε τάφους ακούγοντας στο γουόκμαν Τζένη Βάνου, σε μια κασέτα που ανέσυρε από ένα ντελαπαρισμένο αυτοκίνητο στην εθνική. Ηταν από αυτούς τους ρόλους που είναι τόσο χαρακτηριστικοί στην καριέρα του που τον έφεραν στην πόρτα όχι μόνο του Γιώργου Λάνθιμου αλλά και του Δημήτρη Παπαϊωάννου, στο «2» και στη «Μήδεια». Στοχαστικός και σιωπηλός, ο Σερβετάλης ως ηθοποιός έχει κάτι από τους ήρωες του Μπουλγκάκοφ, που ξεχωρίζουν χάρη στη σιωπή - δεν είναι τυχαίο ότι στη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου έπαιζε τον ρόλο του σκύλου.
Και τι δεν έχει ερμηνεύσει: έχει παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Κουρδιστό πορτοκάλι», έχει υποδυθεί τον τρελό βασιλιά στο «Ριχάρδος Β’» -τύφλα να ’χει ο Κέβιν Σπέισι στον «Ριχάρδο Γ’»-, έχει γίνει ο σχιζοφρενής καταναγκαστικός Γκολιάτκιν στον ντοστογιεφσκικό «Σωσία». Και όλα αυτά τα έργα να είναι εξαιτίας του sold out. Θυμάμαι να τον συναντάω στα παρασκήνια κεντρικού θεάτρου όπου ανέβαινε η παράσταση «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» και πρωταγωνιστούσε μαζί με τον επίσης ταλαντούχο Αλέξανδρο Λογοθέτη.
Σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης κοιτούσε τις άκρες των παπουτσιών του ή παρέμενε σιωπηλός προτιμώντας τις μακρές παύσεις -αυτές που του αρέσουν και όταν παίζει-, απόδειξη πως για εκείνον το δυσκολότερο κομμάτι της δουλειάς του είναι η έκθεση. Οχι πάνω στη σκηνή, αλλά στο παρασκήνιο: οι συνεντεύξεις, οι εξηγήσεις σε κόσμο, οι φωτογραφήσεις. Ισως να είναι από τους ελάχιστους ωραίους και απόλυτα ταλαντούχους ηθοποιούς οι οποίοι δεν είναι στο ελάχιστο νάρκισσοι. Ισως γιατί η σχέση που έχει με την ομορφιά είναι άλλου είδους: προτιμάει την ωραία φύση, τα μεγάλα και ψηλά δέντρα στην αγαπημένη του γη, την Πελοπόννησο, ή σε κάτι απάτητες γωνιές στη Νάξο.
Οχι ότι η σύντροφός του, ο έρωτας της ζωής του και γυναίκα του δεν είναι όμορφη, ωστόσο είναι άλλα τα πράγματα που τους δένουν: πριν από χρόνια κάθονταν επί ώρες και έφτιαχναν μαζί αντικείμενα από ξύλο - εκείνη είχε την ιδέα και αυτός τα κατασκεύαζε. Μετά άρχισαν να συζητάνε για έργα: δύσκολα και μεγάλα, Σαίξπηρ ή Ντοστογιέφσκι, όχι ενδιάμεσα. Οταν όμως έχεις μάθει να συνεννοείσαι με τον άλλον μέσα από τη δημιουργία και τη σιωπή, τότε ξέρεις ότι είναι ο ιδανικός σύντροφος - «Είσαι το ταίρι μου» όπως θα έλεγε και η σειρά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η γυναίκα του Εφη Μπίρμπα -παντρεύτηκαν το 2009- και σκηνοθέτις του τα τελευταία χρόνια είναι εικαστικός, με αποτέλεσμα όλα της τα θεατρικά να μοιάζουν σαν ζωντανές εγκαταστάσεις με τον Σερβετάλη στον ρόλο του κινητού έργου. Το βλέπεις στον τρόπο που ο ίδιος πια εκμεταλλεύεται στην ερμηνεία του κάθε γωνιά του χώρου - στον «Σωσία» μετακινούσε για ώρα και με τρόπο καταναγκαστικό καρέκλες.
Οπως έχει δηλώσει εξηγώντας την ανάγκη του να μετατραπεί σε κατεξοχήν ηθοποιό της σωματικότητας, «η ακινησία εμπεριέχει μια εσωτερική κίνηση. Δεν είναι κάτι στατικό. Ενα σώμα σε ακινησία στον σκηνικό χώρο έχει ενδιαφέρον όταν υπάρχει η εσωτερική κίνηση - γιατί το σώμα φέρει μια ενέργεια. Εχει ενδιαφέρον το πώς συμπυκνώνεις την ενέργεια και ενώ φαινομενικά ακινητοποιείσαι στον χώρο εσωτερικά σου υποβόσκει μια υποδόρια κίνηση».
Διαπιστώσεις που αν τις έλεγε άλλος δεν θα είχαν κανένα νόημα ή που, τέλος πάντων, ενδεχομένως να φάνταζαν δυσνόητες στις άπειρες θαυμάστριές του, οι οποίες ωστόσο τιμούν κάθε παράστασή του. Ακόμα και στον δύσκολο «Ριχάρδο Β’» ή τη φετινή ανατρεπτική «Οπερέττα» του Νίκου Καραθάνου, βασισμένη στο πρωτοποριακό έργο του Γκομπρόβιτς στο Εθνικό. Ο κόσμος του παραλόγου είναι άλλωστε ο αγαπημένος του, όπως και αυτός του Μπέκετ που τόσο αγαπάει μαζί με τη σκηνοθέτιδα σύντροφό του, ή τους Ρώσους συγγραφείς, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τσέχοφ, οι οποίοι ξέρουν τι σημαίνει εσωτερισμός, σύγκρουση, Ορθοδοξία.
Και κάπου εκεί χωράνε και οι δικές του προτιμήσεις που ταυτίζονται με αυτά τα έργα τα οποία διαχειρίζεται ερμηνευτικά πάντα με τον δικό του τρόπο. Οσο για την τηλεόραση, από την οποία απουσιάζει εδώ και χρόνια -από τότε που εμφανίστηκε στους «Singles»-, δεν την αρνείται και δείχνει πρόθυμος να επιστρέψει εφόσον υπάρξει κάτι αξιοπρεπές. Δεν είναι και λίγο πάντως να είσαι πετυχημένος ηθοποιός και να πρωταγωνιστείς μόνο σε παραστάσεις που σου αρέσουν, να είσαι δημόσιο πρόσωπο που μπορείς να αποφεύγεις τις εμφανίσεις και να μπορείς να κρατάς για τον εαυτό σου τη δύναμη της απόσυρσης - σχεδόν της ανωνυμίας.
Αυτό είναι κάτι που μόνο ένας ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης με τεράστιο ταλέντο όπως ο Σερβετάλης μπορεί νο καταφέρει: «Δεν έχω όνομα, δεν έχω τίτλο. Δεν έχω καν το όνομα που μου έδωσαν στη βάφτιση, γιατί όλα μου έχουν αφαιρεθεί. Ω, άθλια μέρα: να έχω γνωρίσει τόσους χειμώνες και τώρα να μην ξέρω πώς ν’ αποκαλέσω τον εαυτό μου!» έλεγε το απόσπασμα από τον «Ριχάρδο Β’». Και αυτός ακόμα το ψάχνει. Αυτή είναι η αγωνία του αλλά και η (πνευματική) τροφή του. Ενας διάσημος, ανατρεπτικός καλλιτέχνης χωρίς όνομα.