Υπό τις αποδοκιμασίες όσων βρίσκονταν έξω από το γραφείο του ανακριτή στον οποίο αυτή την ώρα απολογείται πέρασε την πόρτα του κτηρίου της Ευελπίδων ο 61χρονος που δολοφόνησε με τα ίδια του τα χέρια την 6χρονη κόρη του Στέλλα και στη συνέχεια πέταξε στα σκουπίδια το άψυχο κορμάκι της.
«Σατανά», «δολοφόνε», «ξεφτιλισμένε» ήταν μερικές από τις εκφράσεις που ακούστηκαν σε βάρος του 61χρονου.
Ο πατέρας της μικρής Στέλλας Εικοσιπεντάκη, ο οποίος έχει ομολογήσει ότι έπνιξε την εξάχρονη κόρη του επειδή εκείνη αντιδρούσε όταν πήγε να την κάνει μπάνιο και στη συνέχεια πέταξε το σώμα της στο κάδο των απορριμμάτων, καλείται να απολογηθεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση και περιύβριση νεκρού.
Ο 61χρονος αναμένεται να ομολογήσει το έγκλημα και να επικαλεστεί ψυχολογικά προβλήματα, όπως άλλωστε έκανε και στην προανακριτική του απολογία. Με κυνικότητα που πραγματικά σοκάρει ο 61χρονος παιδοκτόνος είχε ομολογήσει στις αστυνομικές αρχές ότι έπνιξε την κόρη του επειδή εκείνη αντιδρούσε στο να την κάνει μπάνιο. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταθέσει πως σκέφτηκε να σκηνοθετήσει το χώρο ώστε να φαίνεται σαν ληστεία.
Συγκεκριμένα, στην κατάθεση του ο 61χρονος, υποστήριξε μεταξύ άλλων: «Εξ αιτίας του προβλήματος της Στέλλας έπεσα σε κατάθλιψη με αποτέλεσμα εδώ και τρία χρόνια να παίρνω φαρμακευτική αγωγή. Με το που γεννήθηκαν τα παιδιά εγώ και η γυναίκα μου κάναμε ένα τεράστιο λάθος. Το λάθος μας ήταν ότι εγώ ασχολούμην αποκλειστικά με τον Μάριο και η γυναίκα μου με την Στέλλα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θέλει μόνο τη μαμά της και απέναντί μου να είναι επιθετική (…).».
Στη συνέχεια, ο 61χρονος αναφέρθηκε στην προανακριτική κατάθεση του στο σκηνικό το μοιραίο βράδυ.
Ομολόγησε στους εμβρόντητους αστυνομικούς: «Εκείνο το βράδυ μόλις φτάσαμε σπίτι της είπα (σ.σ. της κόρης του) ότι πρέπει να την κάνω μπάνιο. Πήρα τα χάπια μου και ήπια ένα ποτήρι κρασί (…) Παρακάλεσα πάλι την Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκε και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών».