
Το στουπί είναι η μάζα από ίνες βαμβακιού το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό της μηχανών. Η λέξη μεταφέρθηκε στα λατινικά ως «stuppa», απ’όπου δημιουργήθηκε το ρήμα «stuppare» που σημαίνει «βουλώνω με στουπί» και άρα εμποδίζω, σταματώ την κίνηση.
Αργότερα, η λέξη πέρασε ως δάνειο στην γερμανική γλώσσα, την γαλλική και την ιταλική. Στην αγγλική γλώσσα πέρασε ως δάνειο με τον όρο «stop» που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα.