
Ο Στέφανος είναι 22 χρονών. Σπούδασε προγραμματιστής, με ειδίκευση στις εφαρμογές (αγγλιστί applications ή, εν συντομία, apps) για λειτουργικό σύστημα Android.
Δεν δουλεύει, ωστόσο, πάνω στο αντικείμενό του. Αντίθετα, εργάζεται ως σερβιτόρος σε ένα από τα πιο γνωστά οινομαγειρεία στο Γκάζι, στο κέντρο της Αθήνας. Ο λόγος; Καθισμένος απέναντί μου, με ένα ποτήρι Coca-Cola στο χέρι (λέει ότι δεν πίνει αλκοόλ), ο Στέφανος μου τον εξηγεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Δεν υπάρχει δουλειά για μένα εκεί έξω. Και δεν θέλω να δουλεύω οκτάωρα και δεκάωρα για 500 ευρώ. Εδώ παίρνω ένα χιλιάρικο το μήνα, συν τα φιλοδωρήματα».
Θα ήθελα να του πω ότι έχει άδικο, αλλά δεν μπορώ. Δείχνει να το έχει ψάξει, προτού επιλέξει συνειδητά αυτόν τον «συμβιβασμό». Μια «εύκολη», θεωρητικά, λύση, θα ήταν να φύγει στο εξωτερικό. Σαν να «διαβάζει» τη σκέψη μου, με προλαβαίνει. «Δεν θέλω να πάω έξω. Ίσως το κάνω στο μέλλον, εάν τα πράγματα δεν μου πάνε όπως θέλω εδώ. Αλλά προς το παρόν δεν σκέφτομαι να φύγω. Εδώ είναι η οικογένεια, οι φίλοι μου, η σχέση μου. Είμαι καλά, δεν σκοπεύω να φύγω» μου λέει.
Αλήθεια, πόσα παιδιά εκεί έξω δεν έχουν την «τύχη» του Στέφανου; Δεν έχουν βρει, δηλαδή, μια δουλειά που να τους δίνει 1.000 ευρώ -κι ας είναι «έξω» από αυτό που έχουν σπουδάσει- κι έτσι αναγκάζονται να κάνουν τους... χαμάληδες για 300 ή για 500 ευρώ; Πολλά, πάρα πολλά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τον Μάρτιο του 2018 το ποσοστό της ανεργίας των νέων (κάτω των 25 ετών) στη χώρα μας «άγγιζε» το 43,2% -ήταν μάλιστα... βελτιωμένο σε σχέση με τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, που είχε ανέλθει στο 45,5%. Οι αριθμοί είναι πραγματικά τρομακτικοί.
Η Ελλάδα των Μνημονίων «τρώει» τα παιδιά της. Τα καταδικάζει στη στασιμότητα της ανεργίας, στερώντας τους το δικαίωμα να έχουν προσδοκίες και όνειρα, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στόχους. Και μια χώρα που υπονομεύει τα παιδιά της, υπονομεύει ταυτόχρονα και το μέλλον της.