Στο Αμβούργο της Γερμανίας αναμένεται να λάβει χώρα την επόμενη εβδομάδα η σύνοδο των G20 με την σύγκρουση του Ντόναλντ Τραμπ και της Άγκελα Μέρκελ να χαρακτηρίζεται από πολλούς αναλυτές ως … «αναπόφευκτη».
Αφ’ ης στιγμής το Βερολίνο έδειξε την πρόθεσή του να αναγάγει σε βασικά θέματα το ελεύθερο εμπόριο, την κλιματική αλλαγή και το μεταναστευτικό.
Η ατζέντα που επέλεξε η Γερμανίδα καγκελάριος φαίνεται ότι θα εντείνει την απομόνωση των ΗΠΑ στη σύνοδο των μεγαλύτερων οικονομικών του πλανήτη, που αντιπροσωπεύουν το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Τουλάχιστον 7.000 διαδηλωτές αναμένεται να συρρεύσουν στο Αμβούργο στις 7 και 8 Ιουλίου και η αστυνομία προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να ξεσπάσουν βίαια επεισόδια στη διάρκεια της συνόδου, όπου θα συναντηθούν για πρώτη φορά ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ρώσος ομόλογός του, Βλάντιμιρ Πούτιν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ήδη συγκρουστεί με τους Ευρωπαίους ηγέτες για την κλιματική αλλαγή και το προσφυγικό στη σύνοδο του ομίλου των 7 (G&) στη Σικελία και φαίνεται ότι το ίδιο σκηνικό θα επαναληφθεί και τώρα αλλά σε μεγαλύτερο επίπεδο, καθώς η Κίνα κι η Ινδία αναμένεται να ενώσουν τις φωνές τους με εκείνες των Ευρωπαίων.
Την περασμένη εβδομάδα ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, προειδοποίησε τους επιτελείς του Τραμπ ότι αν οι ΗΠΑ αποστασιοποιηθούν από πολλά ζητήματα που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα, τότε θα απωλέσουν τον ηγετικό τους ρόλο.
Η Άνγκελα Μέρκελ έχει προετοιμάσει προσεκτικά το έδαφος για το θέμα της κλιματικής αλλαγής υποδεχόμενη στο Λονδίνο τους δύο σημαντικότερους συμμάχους στο ζήτημα αυτό, τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κεκιάνγκ και τον Ινδό ομόλογό του Ναρέντρα Μόντι.
Η Κίνα είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως και η Ινδία τρίτη κατά σειράν. Αν απέρριπταν τη Συμφωνία των Παρισίων ακολουθώντας το παράδειγμα του Τραμπ τότε η όλη προσπάθεια θα ήταν άνευ περιεχομένου. Όμως και οι δύο χώρες είπαν ότι θα τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους.
Το Βερολίνο επιμένει ότι δεν επιδιώκει την αντιπαράθεση στη σύνοδο. Ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είπε ότι η χώρα του έχει ήδη αναλάβει αρκετές ευθύνες και δεν επιθυμεί να αναδειχθεί σε αντίπαλο των ΗΠΑ.
Η Μέρκελ εμφανίζεται απρόθυμη να αναλάβει το ρόλο του υπέρμαχου των δυτικών αξιών, μολονότι η δημοτικότητά της έχει πάρει την ανιούσα -ειδικά στην Αριστερά- όπως φάνηκε από δημοσκόπηση του ινστιτούτου Pew Research, της περασμένης εβδομάδας, όπου το 52% όλων των Ευρωπαίων που μετείχαν στη σφυγμομέτρηση, εξέφρασαν την πεποίθηση ότι η Γερμανίδα καγκελάριος «θα κάνει το σωστό στα ζητήματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος».
Αλλά το σκηνικό σύγκρουσης στη σύνοδο G7 και η απόφαση του Τραμπ στη συνέχεια να αποσύρει τη χώρα του απ’ τη Συνθήκη των Παρισίων για το κλίμα δεν της άφησαν πολλά περιθώρια, ωθώντας την στην περίφημη διακήρυξη ανεξαρτησίας τέσσερις μέρες αργότερα σε συγκέντρωση των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας: «Ο καιρός που μπορούσαμε να επαφιέμεθα σε άλλους έχει παρέλθει σε κάποιον ορισμένο βαθμό. Αυτό κατάλαβα απ’ τις εμπειρίες των τελευταίων ημερών. Γι’ αυτό το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας.»
Οι πολιτικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την κάτι παραπάνω από άνετη επικράτηση του κόμματος του Μακρόν στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές και την απώλεια της αυτοδυναμίας της Τερέζα Μέι επιβεβαίωσαν την αντίληψη της Μρκελ ότι η Ευρώπη μπορεί να ξαναγίνει κύρια της μοίρας της.
Και το γεγονός ότι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που θα επισκεφθεί ο Τραμπ πριν τη σύνοδο G20 είναι η Πολωνία – ένα απ’ τα «κακά παιδιά» της Ευρώπης και ο μεγαλύτερος ρυπαντής στη Γηραιά Ήπειρο αναφορικά με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα – δείχνει, σύμφωνα με αναλυτές, την άβολη θέση της Ουάσιγκτον απέναντι στην αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Ευρώπης. Τόσο η Πολωνία όσο και ο Τραμπ αντιτίθενται επίσης στον ρωσικό αγωγό Nord Stream 2, που αναμένεται να διπλασιάσει την ποσότητα αερίου που στέλνει η Ρωσία στη Γερμανία.
Αναφορικά με το θέμα του προστατευτισμού στο εμπόριο η Μέρκελ τάχθηκε γι’ άλλη μια φορά ανοικτά υπέρ της ελεύθερης αγοράς μιλώντας σε γερμανικό επιχειρηματικό συνέδριο την περασμένη εβδομάδα: «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να επιτύχουμε μια όσο το δυνατόν πιο ευρεία συμφωνία γι’ αυτό το θέμα στο Αμβούργο. Με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα, αλλά όπως και νά ’χει πρέπει να προσπαθήσουμε», είπε.