Ένα συγκλονιστικό επετειακό αφιέρωμα του Δημ. Κωνσταντάρα
Μια φορά όλη κι όλη μού είχε μιλήσει για τον πόλεμο του ’40 και το Αλβανικό Μέτωπο ο πατέρας μου. Μία μόνο. Αλλά ήταν αρκετή. Είχαμε πάει για μπάνιο στο Φάληρο, τότε που ήμουνα μικρό παιδί, τότε που το Φάληρο ήταν πολύ δημοφιλές για τους Αθηναίους που το επισκέπτονταν για κολύμπι. Τον θαύμασα , με το μαγιό του, με το ψηλό, γυμνασμένο κορμί του και τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά του. Κι ένα παράξενο εξόγκωμα στο αριστερό του πλευρό. Ήταν πολλά χρόνια χωρισμένος από τη μητέρα μου και δεν είχα ποτέ παρατηρήσει λεπτομέρειες του σώματός του. Κι εγώ ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω τι θα πει «πόλεμος», εκτός απ΄ αυτά που είχα ακούσει στο σπίτι και στο σχολείο. Τον πλησίασε και χάιδεψα με περιέργεια το πλευρό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα με αφέλεια.
«Αυτή είναι μια ανάμνηση που έχω από τον πόλεμο» μού είπε.
Καθίσαμε στα βοτσαλάκια και μου διηγήθηκε μια ιστορία που ποτέ μου δεν κατάφερα να επιβεβαιώσω ή να διερευνήσω καλύτερα. Ούτε ήθελα άλλωστε. Ότι το 1940 είχε πάει κι αυτός στον πόλεμο, στα χιονισμένα μέρη που γράφτηκε το λεγόμενο Αλβανικό Έπος. Μαζί με το φίλο του, τον Οδυσσέα που έμενε κοντά στο σπίτι που αργότερα έγινε και δικό μου σπίτι πριν ο ίδιος φύγει. Στην οδό Αγαθουπόλεως εμείς, στην οδό Ιθάκης ο Οδυσσέας.
«Πηγαίναμε μέσα στα χιόνια με το λόχο και τριγύρω μας έσκαγαν οβίδες και όλμοι. Και ξαφνικά, ένας όλμος ή κάποια οβίδα έσκασε σχεδόν δίπλα μας. Ένοιωσα ένα πόνο, εδώ, στο πλευρό και άλλον ένα, κάτω, χαμηλά στο πόδι μου το δεξί» . Και μού τόδειξε το πόδι. Φαινόταν κάτι σαν τραύμα επουλωμένο βέβαια αλλά στα παιδικά μου μάτια δεν φαινόταν σημαντικό.
«Έπεσα κάτω και κυρίως με πονούσε το πόδι. Είχε σκιστεί το στρατιωτικό μου παντελόνι και έτρεχε αίμα. Η οβίδα που είχε σκάσει είχε γίνει κομμάτια και τα κομμάτια έπεσαν επάνω μας με δύναμη. Τραυματίστηκαν πολλοί. Δεν ήξερα τι να κάνω και ξαφνικά, ήρθε δίπλα μου ο Οδυσσέας. Συνομίληκός μου αλλά ανθυπολοχαγός. Κοίταξε το πόδι, έσκισε το παντελόνι, έβγαλε τη χλαίνη του, το παλτό του που φορούσε και έσκισε ένα κομμάτι από το χοντρό του πουκάμισο. Μέσα στο κρύο και την παγωνιά. Φόρεσε τη χλαίνη και μετά, έτριψε καλά το κομμάτι του πουκάμισου στο χιόνι, μου καθάρισε το αίμα και μου το έδεσε σφιχτά. Το χιόνι πάγωσε το πόδι. Αλλά μετά το ζέστανε. Και σταμάτησε το αίμα. Μετά φώναξε τους νοσοκόμους που μ έβαλαν σ΄ένα φορείο και με πήγαν πίσω, εκεί που είχε στρατοπεδεύσει ο λόχος. Και έγινα καλά. Και με έστειλαν πίσω, σπίτι μου».
«Και το πλευρό;» τον ρώτησα.
«Α, το ξέχασα αυτό. Ήταν ένα θραύσμα, ένα σπασμένο κομμάτι της οβίδας που με χτύπησε κι από τότε, έχει μείνει εκεί».
«Ο Οδυσσέας;» ξαναρώτησα.
«Μια χαρά είναι. Θα τον γνωρίσεις κάποια στιγμή. Αλεπουδέλης λεγόταν. Τώρα είναι σπουδαίος ποιητής και άλλαξε το όνομά του. Τον λένε Ελύτη. Θα σού τον γνωρίσω».
Δεν μού τον γνώρισε ποτέ. Ο πατέρας μου δεν ήταν και πολύ…. εντάξει στις υποσχέσεις του.
Όπως διάβασα μετά, τo κρύο στις κατάλευκες παρυφές της Πίνδου ήταν βαρύ. Οι Έλληνες φαντάροι διέθεταν μόλις μία αλλαξιά, αυτή που φορούσαν. Όπως αναφέρεται σε ημερολόγια φαντάρων:
«Πολεμούσαμε στα 1.700 μέτρα και ξηρό τόπο δεν είδαμε. Οι ακρωτηριασμοί από τα κρυοπαγήματα ήταν πλέον ο μεγαλύτερος φόβος μας». Μέσα στην παγωνιά όμως, ένας μικρός εχθρός έσωζε τους φαντάρους από τον ακρωτηριασμό. Αυτός ο εχθρός ήταν οι ψείρες.
Πολλοί έπιασαν ψείρες κι έτσι άρχισε η τριβή και η θερμοκρασία του σώματος ανέβαινε. Επίσης, η φαγούρα από τις ψείρες δεν τους άφηνε να πέσουν σε καταστολή και να παγώσουν από το κρύο.
«Κάναμε να ξυστούμε και δέκα-δέκα τις πιάναμε και τις διώχναμε. Αλλά αυτές μας έσωζαν!», λένε χαρακτηριστικά κάποιοι βετεράνοι του 1940. Για ψείρες δεν μού μίλησε ο πατέρας μου. Όπως όμως έγραφε για το Έπος του ΄40 ο Νικηφόρος Βρεττάκος: « Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι. Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής. Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί, με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους. Ο ήλιος σας θα ‘ναι ακριβά πληρωμένος.»