Αυξήσεις στα αφορολόγητα όρια για αγορές, γονικές παροχές, δωρεές και κληρονομιές πρώτης κατοικίας, αλλαγές στα γενικά όρια απαλλαγής από τους φόρους δωρεών-κληρονομιών, τροποποιήσεις στις κλίμακες και μειώσεις στους συντελεστές υπολογισμού των φόρων στα ακίνητα σχεδιάζει η κυβέρνηση για το 2020. Οι αλλαγές αυτές θα επέλθουν αμέσως μετά την αναμόρφωση του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων, η οποία ήδη έχει δρομολογηθεί.
Οι κυριότερες αλλαγές θα αφορούν σε αύξηση του αφορολόγητου ορίου για τις μεταβιβάσεις ακινήτων, αλλαγή των κύριων συντελεστών του ΕΝΦΙΑ, με διεύρυνση των χαμηλότερων κλιμακίων, αλλά και αύξηση του αφορολόγητου για το συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ.
Προκειμένου οι σχεδιαζόμενες αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών ακινήτων να μην οδηγήσουν σε υπέρμετρη άνοδο των φορολογικών επιβαρύνσεων για εκατομμύρια ιδιοκτήτες, σχεδιάζονται παρεμβάσεις εξομάλυνσης σε όλες τις άλλες παραμέτρους υπολογισμού των τελικών επιβαρύνσεων επί των ακινήτων. Οι παρεμβάσεις αυτές θα έχουν τη μορφή αυξήσεων σε υφιστάμενα αφορολόγητα όρια, τροποποιήσεων σε υφιστάμενα φορολογικά κλιμάκια και μειώσεων σε φορολογικούς συντελεστές.
Για παράδειγμα μονοκατοικία της οποίας η σημερινή αντικειμενική αξία ανέρχεται σε 190.000 ευρώ απαλλάσσεται από τον φόρο μεταβίβασης ακόμη κι αν αγοραστεί από άγαμο φορολογούμενο χωρίς προστατευόμενα τέκνα. Αν η αντικειμενική αξία της αυξηθεί κατά 30% θα ανέλθει σε 247.000 ευρώ, δηλαδή θα υπερβεί κατά ένα ποσό της τάξεως των 47.000 ευρώ το σημερινό αφορολόγητο όριο των 200.000 ευρώ, το οποίο ισχύει για τον άγαμο χωρίς τέκνα. Αν δεν αυξηθεί το αφορολόγητο των 200.000 ευρώ, τότε ο άγαμος μη βαρυνόμενος με τέκνα αγοραστής της κατοικίας θα υποχρεωθεί να καταβάλει φόρο μεταβίβασης 3% επί του υπερβάλλοντος ποσού των 47.000 ευρώ, δηλαδή θα κληθεί να πληρώσει 1.410 ευρώ (47.000 ευρώ Χ 3%). Αν όμως το αφορολόγητο αυξηθεί κατά 50.000 ευρώ και φθάσει στο επίπεδο των 250.000 ευρώ, τότε ο αγοραστής της κατοικίας δεν θα πληρώσει καθόλου φόρο, διότι η αυξημένη στα 247.000 ευρώ αντικειμενική αξία της κατοικίας θα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη του αφορολογήτου ορίου.