
Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1996. Ο Παπανδρέου χάραξε μία πολιτική διαδρομή που άφησε το δικό της στίγμα στην πολιτική ζωή του τόπο και τη διακυβέρνηση της Ελλάδας, φέρνοντας, παράλληλα, πολλές μεταρρυθμίσεις που αποτελούν θεμελιώδεις αρχές μέχρι σήμερα.
Ανδρέας Παπανδρέου: Τα πρώτα χρόνια και η ακαδημαϊκή και πολιτική δράση
Ο Ανδρέας Παπανδρέου γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1919 στη Χίο και ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Γενικού Διοικητή Αιγαίου τότε και μετέπειτα πρωθυπουργού, και της Σοφίας Μινέικο (1887 - 1981), κόρης του Ζίγκμουντ Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη και στρατιωτικού μηχανικού. Μεγάλωσε στην Αθήνα και φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου μεταξύ άλλων ήταν συμμαθητής με τους Πέτρο Σιφναίο, Πάρι Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Σκιαδαρέση, εργολάβο, και Λεωνίδα Αδάμ. Με τους τελευταίους τρεις θα δημιουργήσει, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, το 1934, το Μαρξιστικό περιοδικό «Ξεκίνημα», όπου και δημοσίευσε πολλά άρθρα για το Σοσιαλισμό. Κάθε τεύχος του περιοδικού είχε στην προμετωπίδα του τους στίχους του Κωστή Παλαμά «Δουλέψτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά!».Η «Εστία», η πιο σημαντική τότε εφημερίδα της Δεξιάς παράταξης, αντέδρασε απαιτώντας τον εξοβελισμό του νεαρού Ανδρέα Παπανδρέου από την ελληνική κοινωνία γιατί «θα καθίστατο επικίνδυνος για τη χώρα». Το Υπουργείο Παιδείας —στο οποίο δύο χρόνια νωρίτερα Υπουργός ήταν ο πατέρας του— διέταξε ανακρίσεις και οι «παρεκτραπέντες» μαθητές τιμωρήθηκαν με διαγωγή «επίμεμπτο» στο ενδεικτικό τους.
Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε γνωριστεί με τρεις σημαντικές μορφές του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, τον Παντελή Πουλιόπουλο (αργότερα εντάχθηκε και στην οργάνωσή του, την ΕΟΚΔΕ), τον Μιχάλη Ράπτη («Πάμπλο») και τον Πλάτωνα Δρακούλη. Το 1937 εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1939 μετά τη σύλληψή του από το καθεστώς Μεταξά, αναχώρησε για τις ΗΠΑ, όπου συνέχισε τις σπουδές του. Το 1937 συμμετείχε σε ομάδα δεκατριών νεαρών τροτσκιστών κομμουνιστών -με πολιτικές αναφορές στην ομάδα «Προλετάριος»-, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης. Τα μέλη της «ομάδας των δεκατριών», συνελήφθησαν από την αστυνομία, εξαναγκάστηκαν σε υπογραφή δήλωσης μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού και τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι. Τον Ανδρέα Παπανδρέου ανέκρινε προσωπικά ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας. Χρόνια αργότερα, το 1964, ως βουλευτής της ΕΡΕ ο Μανιαδάκης χρησιμοποίησε τη «δήλωση μετανοίας» για να επιτεθεί πολιτικά στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Υπηρέτησε εθελοντής σε σημαντική θέση στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, ως εξεταστής μοντέλων για τον κατάλληλο χρόνο επισκευής πολεμικών πλοίων. Το 1943 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου και διορίστηκε ως αναπληρωτής καθηγητής (associate professor). Το 1944, ο μόλις 25 ετών Ανδρέας Παπανδρέου είναι ένα από τα πέντε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς —που σχεδίασε ολόκληρη την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας ως τις πετρελαϊκές κρίσεις του '70— της οποίας ηγείται ο κορυφαίος Έλληνας οικονομολόγος Κυριάκος Βαρβαρέσος. Το 1947 διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ (Berkeley) της Καλιφόρνια, όπου και διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης από το 1956 ως το 1959. Την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία συνέχισε στα χρόνια της δικτατορίας, οπότε εργάστηκε ως καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης (1968-69) και του Γιορκ (1969-1974), όπου διετέλεσε και διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών. Παντρεύτηκε διαδοχικά με τη Χριστίνα Ρασιά, μια ελληνοαμερικανίδα ψυχίατρο, τη Μαργαρίτα Τσαντ (με την οποία απέκτησε 4 παιδιά, τον Γιώργο , τη Σοφία, τον Νίκο και τον Αντρίκο) και τη Δήμητρα Λιάνη. Το 1969 γεννήθηκε η κόρη του Αιμιλία Νίμπλουμ.
Επέστρεψε οικογενειακώς στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ στις 16 Ιανουαρίου του 1961 και έπειτα από πρόταση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιστημονικός Διευθυντής του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), καθώς και Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η εκλογή στη Βουλή και τα πρώτα χρόνια στην πολιτική
Εκλέχτηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1964 με την Ένωση Κέντρου. Μετείχε στην κυβέρνηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, αρχικά ως Υπουργός Προεδρίας και λίγο αργότερα ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Παραιτήθηκε λίγο αργότερα μετά από πολλές πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα και συσπείρωσε γύρω του τη λεγόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στις 25 Απριλίου του 1965 γίνεται ξανά αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού, ενώ ένα μήνα αργότερα κατηγορήθηκε ως εμπνευστής και αρχηγός στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και στο συνωμοτικό Σχέδιο Ελικών.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1966, χιλιάδες οπαδοί του υποδέχθηκαν τον Ανδρέα Παπανδρέου που επέστρεφε από 12ήμερη περιοδεία στη Σκανδιναβία. Ένα πανό έγραφε: «Καλώς όρισες Κένεντι της Ελλάδος». Κύρια αιτία αυτής της θριαμβευτικής υποδοχής ήταν ότι την προηγουμένη της αναχώρησής του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για «συνωμοσία προς εκτέλεσιν πράξεων εσχάτης προδοσίας», κατά όσων είχαν αναμιχθεί στην οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ, πολιτικός εγκέφαλος της οποίας κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς αντιπάλους του ότι ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. «Η δυναμική αυτή εκδήλωση αποφασιστικότητας στον αγώνα για τη δημοκρατία και οι επιδείξεις στοργής του αθηναϊκού λαού στο πρόσωπό μου θορύβησαν τους βασιλικούς κύκλους, τις αμερικανικές υπηρεσίες, το παρακράτος και φυσικά την κυβέρνηση Στεφανόπουλου», έγραψε αργότερα στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα» ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αμέσως μετά ο Α. Παπανδρέου πραγματοποίησε περιοδεία στην Κρήτη επικεφαλής ομάδας ογδόντα βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου, όπου αποθεώθηκε, προκαλώντας έτσι έντονη ανησυχία και στο εσωτερικό του κόμματός του, ακόμη και στον ίδιο του τον πατέρα, που αναλογιζόταν τις συνέπειες της ραγδαίας ανόδου της πολιτικής ισχύος του γιου του, ο οποίος υπερασπιζόταν όλο και πιο ριζοσπαστικές θέσεις.
Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου συνελήφθη από τη χούντα των Συνταγματαρχών και φυλακίστηκε. Τις επόμενες μέρες ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Λύντον Τζόνσον παρενέβη υπέρ του Παπανδρέου και άλλων πολιτικών ηγετών. Στη φυλακή ο Παπανδρέου ανέμενε να παραπεμφθεί σε δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ με την κατηγορία ότι προετοίμαζε στρατιωτικό πραξικόπημα με στόχο την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικής δικτατορίας, την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την απομάκρυνση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και συνέταξε ένα εννεασέλιδο αυτοβιογραφικό υπόμνημα για την απολογία του. Αποφυλακίστηκε, ωστόσο, μετά τη χορήγηση μερικής αμνηστίας μετά το αποτυχημένο αντικίνημα του Κωνσταντίνου το Δεκέμβριο του '67 χάρη στην αμερικανική παρέμβαση μετά από έντονες πιέσεις και διαμαρτυρίες κορυφαίων ακαδημαϊκών και διανοούμενων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πρόεδρο Τζόνσον, όπως ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ (John Kenneth Galbraith), προσωπικός του φίλος από τα χρόνια του Χάρβαρντ. Στις 16 Ιανουαρίου του 1968 φεύγει από τη χώρα και ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ), επικεφαλής του οποίου έδρασε αντιδικτατορικά σε πολλές δυτικές χώρες, και στο οποίο συσπειρώνονται πολλά από τα γνωστά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Έδρα του ΠΑΚ ήταν αρχικά η πρωτεύουσα της Σουηδίας, Στοκχόλμη.
Από την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1961 και ως την επιβολή της δικτατορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταγγείλει το τότε σύστημα εξουσίας (παρακράτος, συνωμοτικές οργανώσεις, οικονομικά συμφέροντα) στεκόμενος ιδιαίτερα στην τρομοκράτηση της επαρχίας από τη Χωροφυλακή και τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ),ξεκινώντας την κόντρα του με τα «παλιά τζάκια» για τα οποία και είχε δηλώσει ότι πρέπει να ξηλωθούν οριστικά και αμετάκλητα. Παράλληλα, σε πολύ μικρό διάστημα γίνεται ο δημοφιλέστερος Έλληνας πολιτικός, παρά τις συνεχείς επιθέσεις μερίδας του Τύπου. Ήρθε σε σύγκρουση με ορισμένους πολύ σημαντικούς συνεργάτες του πατέρα του, όπως ο τραπεζίτης και πολιτικός Σταύρος Κωστόπουλος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε τη δημιουργία ενός κόμματος αρχών με συγκεκριμένη ιδεολογία και ισχυρή οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, κάτι στο οποίο αντιστέκονταν σθεναρά οι «βαρόνοι» της Ενώσεως Κέντρου. Επιπλέον, οι βαρόνοι της βενιζελικής παράταξης ανησυχούσαν για τη μεγάλη δημοτικότητά του και επέκριναν τον Ανδρέα ως «αλεξιπτωτιστή της πολιτικής», ότι δηλαδή είχε εμφανισθεί από το πουθενά και μέσα σε ένα-δύο χρόνια είχε γίνει το πιο αναγνωρίσιμο και δημοφιλές πρόσωπο της ελληνικής πολιτικής και απαιτούσε να αποφασίζει για όλα.
Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε αρχικά με πολλή δυσπιστία τη Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974 και έλαβε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις στα μέσα Αυγούστου. Αμέσως όμως δραστηριοποιήθηκε με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες να παρουσιάσει τις θέσεις του για την ίδρυση ενός νέου κόμματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, σε μία από τις αίθουσες του ξενοδοχείου «Κινγκ Πάλας», ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος με τη γνωστή «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται από τότε. Η επιμέλεια της διακήρυξης είχε ανατεθεί από τον ίδιο τον Παπανδρέου στα ηγετικά στελέχη του ΠΑΚ Ιωάννη Ζαφειρόπουλο, αργότερα βουλευτή νομού Ηλείας, στον καθηγητή πανεπιστημίου Μανώλη Παπαθωμόπουλο και στον Δαμιανό Βασιλειάδη, ενώ ένα μεγάλο μέρος της διακήρυξης γράφτηκε από τον Κώστα Σημίτη. Παρόντες στην ανακοίνωση της διακήρυξης ήταν στελέχη του ΠΑΚ, αγωνιστές διωχθέντες από τη Χούντα, νεολαίοι από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και νεολαίοι της Γενιάς του 1-1-4. Στη διακήρυξη αναγράφονταν οι λόγοι ίδρυσης και οι βασικές θέσεις του κινήματος.
Οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 17 Νοεμβρίου του 1974, όπου λαμβάνει 13,58% των ψήφων και εκλέγει 12 βουλευτές. Είναι η περίοδος που κυριαρχεί η αντιαμερικανική και αντιΝΑΤΟϊκή χροιά στην πολιτική του. Παράλληλα καθίσταται ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (κάτι στο οποίο συνέβαλαν και οι διαγραφές διαφωνούντων από το Κόμμα, όπως στελεχών της «Δημοκρατικής Άμυνας» και τη νεολαίας). Στις 11 Δεκεμβρίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής λέει στη Βουλή «Η Ελλάς ανήκει εις τον δυτικόν κόσμο». Ο Παπανδρέου του απαντά «Προτιμούμε να ανήκουμε εις τους Έλληνας». Στις εκλογές της 20 Νοεμβρίου 1977 οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στην αξιωματική αντιπολίτευση, λαμβάνοντας το 25,34% των ψήφων και εκλέγοντας 93 βουλευτές, για να το οδηγήσει τελικά στην εξουσία το 1981.
Το διάστημα 1974-1981, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου θα έχουν μία θεαματική, μοναδική στην ελληνική πολιτική ιστορία άνοδο. Από το 13,58% των ψήφων το Νοέμβριο του 1974, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ θα εκτιναχθεί στο 48,1% τον Οκτώβριο του 1981.
Οι κυβερνήσεις από το 1981 ως το 1989
Το 1981 ήταν η χρονιά που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 48,07% και ο Ανδρέας Παπανδρέου έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας. Η κυβερνητική αυτή μετάβαση χαρακτηρίστηκε τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές ως «Αλλαγή», με την έννοια ότι μετά από μια μακρά περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη δεξιά ήρθε στην εξουσία ένα κόμμα που βασιζόταν στις αρχές του σοσιαλισμού. Η προεκλογική εκστρατεία του Ανδρέα Παπανδρέου στηρίχτηκε σε συνθήματα όπως «Εδώ και τώρα αλλαγή» και «Η Ελλάδα στους Έλληνες», ενώ ο ίδιος καλλιέργησε το προφίλ του πολιτικού που βρισκόταν σε άμεση επαφή και επικοινωνία με τα λαϊκά στρώματα· φίλοι και αντίπαλοι τον προσφωνούσαν συνήθως με το μικρό του όνομα, «Ανδρέας».
Το σύνθημα της «αλλαγής» και το τρίπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία και Κοινωνική Απελευθέρωση» συσπείρωσε γύρω από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το κίνημά του ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που δεν εμφορούνταν πάντοτε από κοινές πεποιθήσεις. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Παπανδρέου επιδιώχθηκε η εθνική συμφιλίωση, αναγνωρίστηκε από το επίσημο κράτος το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ως οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης και τα δικαιώματα των αγωνιστών του, ενώ πολτοποιήθηκαν οι φάκελοι φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια για πολλούς από αυτούς. Σκοπός αυτής της απόφασης ήταν εν μέρει και ο επαναπατρισμός πολλών Ελλήνων πολιτικών προσφύγων από την Εποχή του Εμφυλίου. Κατά τη διάρκεια της θητείας του λειτούργησαν κατά τόπους παραρτήματα της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας. Επίσης, το 1984 ενοποιήθηκαν τα Σώματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων και από τη συγχώνευσή τους δημιουργήθηκε η σημερινή Ελληνική Αστυνομία. Η κατάργηση ιδιαίτερα της Χωροφυλακής έγινε δεκτή με πρωτοφανή αισθήματα ανακούφισης από τους αριστερούς πολίτες, καθώς είχε ταυτιστεί με τις αυταρχικές πρακτικές των κυβερνήσεων της δεξιάς, εξ ου και ο διαδεδομένος «φόβος του χωροφύλακα».
Στον τομέα της εκπαίδευσης η μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε με δυο βασικά νομοσχέδια, τον Νόμο-Πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ (ν. 1268/1982) και τον Ν. 1566/85 για τη Βασική και Μέση Εκπαίδευση. Ο πρώτος κατάργησε τον θεσμό της έδρας στα Πανεπιστήμια εισάγοντας τις τέσσερις βαθμίδες μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού, θεσμοθέτησε τα όργανα συνδιοίκησής τους από φοιτητές και καθηγητές, ενώ μετονόμασε τα ΚΑΤΕΕ σε ΤΕΙ. Ο δεύτερος επιχείρησε έναν δομικό κυρίως μετασχηματισμό της εκπαίδευσης, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γονέων και μαθητών στα σχολικά πράγματα, ενώ αντικατέστησε τον θεσμό του επιθεωρητή με αυτόν του Σχολικού Συμβούλου.
Επίσης, ιδρύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) το 1983, καθιερώθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και την 1η Ιανουαρίου 1987 ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
Το διάστημα 1981-1985 κυρίως, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέβησαν σε σειρά εθνικοποιήσεων, τηρώντας και τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κόμματος για την «κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων». Κρατικοποιήθηκαν επιχειρήσεις που ανήκαν σε πολύ ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες: η ΛΑΡΚΟ και η ΠΥΡΚΑΛ, τα τσιμέντα ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, η Ελληνική Χαλυβουργία, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά της οικογένειας Νιάρχου, η Πειραϊκή-Πατραϊκή και η πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ως προεκλογικά συνθήματα χρησιμοποίησε το 1981 τα «έξω από το ΝΑΤΟ», «έξω από την ΕΟΚ». Ένα ακόμα σύνθημα εναντίον της ΕΟΚ που είχε χρησιμοποιήσει το ΠΑΣΟΚ ήταν «ΕΟΚ, ο λάκκος των λεόντων». Η πρώτη επίσημη «συνολική τοποθέτηση» της κυβέρνησης Παπανδρέου πάνω στη διαπραγμάτευση της Εντολής (και την Κοινότητα στο σύνολό της) έγινε μια εβδομάδα μετά τις εκλογές, στις 26 Οκτωβρίου 1981, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, από τον τότε Υφυπουργό Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα. Το κείμενο που κατατέθηκε έθεσε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελληνική οικονομία, και προχωρούσε σε προτάσεις πολιτικής της Κοινότητας, «προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαπεριφερειακές ανισότητες και να ενισχυθούν οι χώρες του Νότου της Ευρώπης». Ο Ανδρέας Παπανδρέου λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας κατέθεσε μνημόνιο στην ΕΟΚ με το οποίο ουσιαστικά ζήτησε την επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η πρότασή του απορρίφθηκε κατά το σκέλος των ειδικών προνομίων, όμως έγινε τελικά δεκτό το σκέλος της οικονομικής ενίσχυσης που οδήγησε στα ΜΟΠ. Κατά την περίοδο διακυβέρνησής του η Ελλάδα τελικά δεν αποχώρησε από την ΕΟΚ και από το ΝΑΤΟ, λόγω των κονδυλίων που εξασφάλιζε με αξιοπρόσεκτη διαπραγματευτική ικανότητα ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ η σύμβαση με την αμερικανική κυβέρνηση για τις αμερικανικές βάσεις ανανεώθηκε το 1983 προβλέποντας ότι, εντός δεκαοχτώ μηνών μετά το τέλος του 1988, και οι δύο κυβερνήσεις θα είχαν δικαίωμα να κλείσουν τις βάσεις. Αυτό συνέβη το διάστημα 1990-1992, μάλιστα με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς, που έκλεισε τις πιο σημαντικές βάσεις λόγω του τέλους του Ψυχρού Πολέμου επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Στις 9 Μαρτίου του 1985 και καθώς πλησίαζε το τέλος της πρώτης θητείας του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου, πρότεινε αιφνιδιαστικά για Πρόεδρο τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη και ταυτόχρονα ανακοίνωσε το ξεκίνημα διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με στόχο την πλήρη καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού. Αυτή η ξαφνική πρωτοβουλία προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στους υποστηρικτές του, αλλά και ξέσπασμα οργής στους αντιπάλους του. Είχε προηγηθεί περίοδος αβεβαιότητας, καθώς πολλοί πίστευαν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα πρότεινε τον Καραμανλή για δεύτερη θητεία, κάτι για το οποίο πίεζαν έντονα και όλα τα εκδοτικά συγκροτήματα, ορισμένα στελέχη της μετριoπαθούς αριστεράς και φυσικά η δεξιά αντιπολίτευση. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε πάρει δημοσίως, όμως, ξεκάθαρα θέση.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά και η πτώση της κυβέρνησης
Το 1988 ξεσπά το οικονομικό σκάνδαλο Κοσκωτά στο οποίο κατηγορήθηκαν ότι ενεπλάκησαν στελέχη της τότε κυβέρνησης, αλλά και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου χαρακτήρισε τις κατηγορίες εναντίον του ως μια συνωμοσία των «σκοτεινών αντιδραστικών δυνάμεων» και των «ξένων κύκλων» για να «αποσταθεροποιήσουν» την Ελλάδα. Ακολουθεί περίοδος μεγάλης πολιτικής έντασης. Την ίδια χρονιά ο Ανδρέας Παπανδρέου οδηγείται εσπευσμένα στο Νοσοκομείο Χέρφιλντ του Λονδίνου και υποβάλλεται σε σοβαρή εγχείρηση καρδιάς από τον διάσημο Αιγύπτιο καρδιοχειρουργό Μαχντί Γιακούμπ. Τα γεγονότα αυτά οδηγούν στην πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ κατά τις εκλογές της 18ης Ιουνίου του 1989.
Την περίοδο της συγκυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του Συνασπισμού παραπέμπουν τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο τον αθωώνει οριακά, με ψήφους 7 προς 6, για τις κατηγορίες περί εμπλοκής του στο σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και για υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά άρχισε στις 16 Μαρτίου 1991, στην οποία δεν παρέστη ο ίδιος, καταγγέλλοντάς την ως μεθόδευση των πολιτικών του αντιπάλων και σκευωρία εις βάρος του και εις βάρος του ΠΑΣΟΚ. Στη δίκη αυτή καταδικάστηκαν ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος, ενώ ο συγκατηγορούμενός τους Μένιος Κουτσόγιωργας απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης. Χρόνια αργότερα στην τηλεοπτική εκπομπή «Ανατροπή» του δημοσιογράφου Γιάννη Πρετεντέρη στον τηλεοπτικό σταθμό Mega Channel, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δήλωσε ότι μετάνιωσε για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά τόνισε ότι αναγκάστηκε να προχωρήσει σ' αυτή την πράξη, καθώς ήθελε να τηρήσει την προεκλογική του υπόσχεση.
Στις πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου, έχοντας αθωωθεί πλέον από τις κατηγορίες εις βάρος του, επιστρέφει θριαμβευτικά στην εξουσία με άνετη πλειοψηφία της τάξης του σχεδόν 47%. Αποφασίζεται η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής της χώρας, μπαίνοντας έτσι ουσιαστικά σε πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ένωση / ΟΝΕ. Επίσης, αναγνωρίζεται η γενοκτονία των Ποντίων, δημιουργείται το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού / ΑΣΕΠ (νόμος Πεπονή), ανακοινώνεται το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας - Κύπρου και επιβάλλεται εμπάργκο στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η περιπέτεια υγείας και ο θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου
Στις 21 Νοεμβρίου του 1995 εισάγεται εσπευσμένα στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο με σοβαρά προβλήματα υγείας. Οι πιέσεις που του ασκούνται, τον αναγκάζουν να υπογράψει τον Ιανουάριο του 1996 την παραίτησή του, δηλώνοντας ότι «τα προβλήματα της χώρας δεν μπορούν να περιμένουν», και η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ εκλέγει νέο πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη στις 18 Ιανουαρίου του 1996.
Στις 23 Ιουνίου 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου πεθαίνει μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του στην Εκάλη. Κηδεύεται στις 26 Ιουνίου 1996 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών με τιμές εν ενεργεία αρχηγού κράτους, κάτι που τελευταία φορά στην Ελλάδα είχε συμβεί το 1964, όταν είχε πεθάνει ο τότε βασιλέας Παύλος.
Ο τάφος του Α. Παπανδρέου στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η επιγραφή αναφέρει: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», τη γνωστή φράση που είχε αναφωνήσει μέσα στη Βουλή.