Τ’ αντρειωμένου τ’ άρματα
δε πρέπει να πουλιώνται,
μόν’ πρέπει μπρος στην εκκλησιά
και εκεί να λειτουργιώνται
Πρέπει να κρέμονται ψηλά
σε πύργο αραχνιασμένο,
να τρώει σκουριά το σίδερο
κι η γη τον αντρειωμένο.
(Δημοτικό τραγούδι)
Το ξέσπασμα της επανάστασης 1821 βρίσκει τους εξεγερμένους ουσιαστικά άοπλους αφού, πλην των κλεφταρματολών, ως υπόδουλοι δεν έχουν δικαίωμα κατοχής όπλων.
Έτσι, ειδικά την πρώτη περίοδο, παρατηρείται το φαινόμενο οι άτακτοι εξεγερμένοι να συμμετέχουν σε συγκρούσεις κρατώντας γεωργικά εργαλεία, οικιακά μαχαίρια, ή αυτοσχέδιες κατασκευές. Αλλά και ο εξοπλισμός των οπλισμένων είναι εξαιρετικά φτωχός, αφού αποτελείται από παρωχημένα όπλα που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τη χρήση τους με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνα πρώτα σε όσους τα χρησιμοποιούν…
Κλεφταρμοτολός με βαρύ, για την εποχή, οπλισμό.
Ο οπλισμός τους αποτελείται από λεπτόκαννα καριοφίλια με ημικυκλικό κοντάκι που δουλεύουν με φιτίλι, τσακμακόπετρα ή καψούλι, μουσκέτα που έχουν χρησιμοποιηθεί στα λεγόμενα Ορλωφικά μισό αιώνα πριν, και, τέλος, με πιστόλες.
Μητροπολίτης Γλυφάδας: Αντιθέσεις του 1821 με την Γαλλική Επανάσταση
Κύριο χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι ότι είναι βαριά, βραδυφλεγή, με κακή ισορροπία, ενώ τις περισσότερες φορές για να γεμίσουν απαιτούνται πάνω από 12 κινήσεις. Έτσι, οι πολεμιστές χρειάζεται να διαθέτουν αρκετά όπλα και βοηθούς να τα γεμίζουν, όπως αναφέρει η γνωστή έκφραση :«Βάστα Τούρκε να γεμίσω».
Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα από το χειρισμό τους με αποτέλεσμα οι περισσότερες βολές να πηγαίνουν χαμένες μαζί με πολύτιμα πυρομαχικά. Τότε, βγαίνουν από τα θηκάρια σπαθιά και γιαταγάνια, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι χειροποίητα και διακοσμημένα με θέματα της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της χριστιανικής θρησκείας και της λαϊκής παράδοσης.
Ο Κατσαντώνης με τα παλικάρια του εναντίων των Τούρκων.
Γεώργιος Καραϊσκάκης και Οδυσσέας Ανδρούτσος με τη σπάθα και το καριοφίλι του αντίστοιχα
Οι πολεμιστές έχουν βαθιά συναισθηματική σχέση με τα όπλα τους. Τα στολίζουν, τα διακοσμούν, τα ευλογούν πριν τις μάχες, τα καθαρίζουν οι ίδιοι, αλλά και τους δίνουν ονόματα (Θοδωρούλα, το καριοφίλι του Θεοδώρου Γρίβα, κυρά Βασιλική, το καριοφίλι του Γεωργίου Καραϊσκάκη και Ασήμω η σπάθη του Οδυσσέα Ανδρούτσου).