Όπως αναφέρει το reader.gr, την ημέρα που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου οι ρακένδυτοι Έλληνες έσκυψαν το κεφάλι από ντροπή. Και ας μην έφταιγαν αυτοί. Ήταν 16 Απριλίου 1834 όταν ξεκίνησε αυτή η κατάπτυστη δίκη.
Ο ανήλικος Όθωνας και η αντιβασιλεία φρόντισαν, ώστε, η καταδίκη των αγωνιστών να είναι σίγουρη. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς και ο εισαγγελέας ο Εδουάρδος Μάσσον, ένας ανθέλληνας από τη Σκωτία, όρισαν στην έδρα δικαστές που βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο από τους αγωνιστές.
Το Άγιο Δισκοπότηρο που κοινώνησε ο Κολοκοτρώνης πριν την Άλωση της Τριπολιτσάς (Βίντεο)
Πρόεδρος: Πολυζωίδης. Μέλη: Τερτσέτης, Σούτσος, Φραγκούλης, Βούλγαρης και βέβαια εισαγγελέας, ο ορκισμένος εχθρός του Γέρου, ο Μάσσον για να είναι ακόμα πιο σίγουρο το αποτέλεσμα. Το κατηγορητήριο αναφερόταν σε «συνωμοσία επί σκοπώ να ταράξουν την κοινήν ησυχία, και καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις ληστείαν και εμφύλιον πόλεμον, υπογράψουν αναφορά σε ξένη δύναμη και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα…».
Η δίκη ξεκίνησε αλλά από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση φάνηκε το προφανές. Οι κατήγοροι δεν είχαν καμία απολύτως απόδειξη για αυτά που κατηγορούσαν τους αγωνιστές. Μοναδικό «όπλο» τους οι ψευδομάρτυρες, όμως, και αυτοί δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι και έπεφταν διαρκώς σε αντιφάσεις που εκνεύριζαν τους πάντες. Όσο η δίκη συνεχίζεται τόσο πιο καθαρά φαίνεται η δολοπλοκία προκειμένου Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας και άλλοι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 να καταλήξουν στην γκιλοτίνα.
Η συγκλονιστική απολογία του Κολοκοτρώνη
Ίσως η πιο συγκλονιστική στιγμή εκείνης της δίκης, ήταν η απολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Δικαζόταν ο άνθρωπος που ήταν η Ελλάδα και τα λόγια του ήταν βαριά. Το κοινό μέσα στην αίθουσα ίσα – ίσα που ανέπνεε. Ο Γέρος του Μοριά δε φοβήθηκε ούτε στιγμή μπροστά στους δικαστές του. Τα όσα ειπώθηκαν υπάρχουν στα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού και από εκεί τα μετέφερε στο βιβλίο του, ο ταξίαρχος Γεώργιος Καραμπατσόλης «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», απ' όπου αντλήθηκε το παρακάτω απόσπασμα.
- Πρόεδρος: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
- Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
- Πώς ονομάζεσαι;
- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
- Από πού κατάγεσαι;
- Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
- Πόσων ετών είσαι;
- Εξήντα τέσσερων.
- Τι επάγγελμα κάνεις;
- Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
- Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
- Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
- Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
- Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
- Και τι λέγατε;
- Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
- Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
- Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
- Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
- Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
- Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
- Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
- Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
- Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
- Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
- Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
- Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
- Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.
- Δεν άκουσες τίποτα;
- Όχι.
- Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
- Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
- Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
- Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
- Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
- Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
- Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
- Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
- Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
- Όχι.
- (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
- Ναι, είναι.
- Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
- Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.
- Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
- Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ
- Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
- Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
- Και γιατί έφυγες;
- Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
- Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
- Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
- Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
- Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
- Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία;
- Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: ''Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος''.
Η «Δίκη των Δικαστών»
Την ημέρα της απόφασης, 26 Μαΐου 1834, Σούτσος, Φραγκούλης, Βούλγαρης υπογράφουν την υπαγορευμένη καταδικαστική απόφαση δίχως δισταγμό. Πολυζωίδης και Τερτσέτης, ωστόσο, παρά τις απειλές που δέχονται δε λυγίζουν. Δεν υπογράφουν. «Με τέτοια χαλκευμένα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε δύο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο» λέει ο Τερτσέτης. «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει ο υπουργός Δικαιοσύνης. «Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι», απαντά ο Πολυζωίδης. «Δε θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης. Η ηρωική στάση των δύο δικαστών «στόμωσε το λεπίδι του δημίου».
Οι φήμες για πυροδότηση λαϊκής εξέγερσης, θορύβησε τους Βαυαρούς και τους υποχρέωσε να μετατρέψουν την ποινή σε κάθειρξη με έκδοση βασιλικής χάρης. Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές για να την εκτίσουν. Είναι χαρακτηριστική η απορία του Κολοκοτρώνη που παραξενεύτηκε βλέποντας ότι αντί για το ικρίωμα, τους οδηγούσαν στη φυλακή: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο;» ρώτησε, «δε θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;». Αυτοί, ωστόσο, που έστησαν τη δίκη των δυο πολέμαρχων δε θα άφηναν αυτή την ντροπή δίχως απάντηση. Οι σκευωροί στέλνουν Πολυζωίδη και Τερτσέτη σε δίκη «κατηγορών αυτούς ως ενόχους της αρνήσεως υπηρεσίας και της με σκοπόν ιδιοτελή βλάβην του κράτους παραβάσεως της εχεμύθειας περί την ψηφοφορίαν του δικαστηρίου» αλλά και ότι είχαν εξαγοραστεί «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας». Η δίκη των Πολυζωίδη και Τερτσέτη έγινε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1834. Επίτροπος - Εισαγγελέας ήταν – ποιος άλλος; - ο «φιλέλληνας» Μάσσον.
Η δίκη των δικαστών άργησε να ξεκινήσει γιατί δεν έβρισκαν δικαστές πρόθυμους να δικάσουν τους δυο που είχαν σηκώσει στους ώμους τους την περηφάνια ενός ολόκληρου λαού. Προφανώς, και μετά από μια δίκη που ήταν εξίσου αισχρή και δίχως το παραμικρό στοιχείο όπως ακριβώς και η πρώτη, οι δυο κατηγορούμενοι δικαστές αθωώθηκαν πανηγυρικά. «Η εντολή ου φονεύσεις μ’ εφόβιζεν απαρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου» ανέφερε στην απολογία του ο Πολυζωίδης, της οποίας μόνο λίγα αποσπάσματα έχουν διασωθεί, γνωρίζουμε όμως ότι «έδειξεν ευγλωττίαν και ακρίβειαν λόγου άξιαν των αρχαίων ημερών της Ελλάδος».
Η απολογία του Γεωργίου Τερτσέτη, ωστόσο, αποτελεί παρακαταθήκη στον αγώνα για Ελευθερία και Δικαιοσύνη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε οποιοδήποτε μέρος της Γης και έφθασε μέχρι τις μέρες μας.
«Ημείς Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος [...] Αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν. Ποιός είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς, να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».